Απαραίτητη προϋπόθεση για να τεθεί η διάγνωση είναι η απουσία λοίμωξης του ουροποιητικού ή άλλη εμφανής παθολογία, όπως π.χ. λιθίαση.
Η διαγνωστική προσέγγιση της / του ασθενή μπορεί να περιλαμβάνει τα ακόλουθα:
- Ιστορικό της/του ασθενούς.
- Φυσική εξέταση.
- Γενική ούρων και την καλλιέργεια ούρων.
- Καλλιέργεια κολπικού επιχρίσματος στις γυναίκες.
- Καλλιέργεια ουρηθρικού επιχρίσματος και προστατικού υγρού στους άνδρες.
- Υπερηχογραφικό έλεγχο του ουροποιητικού.
- Ουροδυναμική μελέτη.
- Κυστεοσκόπηση.
Κατά τη κυστεοσκόπηση, πραγματοποιείται υπερδιάταση της ουροδόχου κύστης δυο φορές, υπό αναισθησία και ελέγχεται η παρουσία πετεχειών ή αιμορραγικών εστιών στο βλεννογόνο της ουροδόχου κύστης.
Σε ποσοστό 10 – 50% μεταξύ των ασθενών, κατά την κυστεοσκόπηση ανευρίσκονται έλκη του Hunner, ερυθηματώδεις, δηλαδή, περιοχές που συχνά συνδέονται με μικρά αγγεία, ακτινωτά γύρω από μια κεντρική ουλή, που καλύπτονται από ινική ή θρόμβο.
Κατά τη διάρκεια της βιοψίας, μπορεί να ληφθούν ιστοτεμάχια βιοψιών προς αποκλεισμό άλλων παθήσεων και παθολογοανατομική επιβεβαίωση της διάγνωσης.
Η θεραπευτική αντιμετώπιση της διάμεσης κυστίτιδας διακρίνεται σε:
- Αλλαγές του τρόπου ζωής
- Φαρμακευτική αγωγή από το στόμα
- Ενδοκυστικές εγχύσεις στην ουροδόχο κύστη
- Ελάχιστα επεμβατικές θεραπείες
- Χειρουργικές θεραπείες
Οι αλλαγές του τρόπου ζωής αφορούν κυρίως στην τροποποίηση των διατροφικών συνηθειών.
Οι ασθενείς θα πρέπει να αποφεύγουν τις όξινες τροφές, το αλκοόλ, την καφεΐνη, τα ανθρακούχα αναψυκτικά, τις σοκολάτες, τις πικάντικες τροφές, τις ντομάτες, τα τυριά, τις μπανάνες , τις σταφίδες και το γιαούρτι.
Η φαρμακευτική αγωγή από το στόμα συνίσταται στη χορήγηση:
- Αναλγητικών,
- Αντιισταμινικών,
- Pentosanpolysulfate Sodium (Elmiron), το οποίο επιδιορθώνει τα ελλείμματα στο στρώμα του βλεννογόνου της κύστης,
- Pentosanpolysulfate Sodium, σε συνδυασμό με υποδόρια ηπαρίνη,
- Τρικυκλικών αντικαταθλιπτικών,
- Ανοσοκατασταλτικών (Κυκλοσπορίνης Α, Μεθοτρεξάτης),
- Φαρμάκων για τον νευροπαθητικό πόνο, όπως Pregabalin και Gabapentin.
Οι ενδοκυστκές εγχύσεις έχουν το πλεονέκτημα της επίτευξης υψηλότερης συγκέντρωσης του φαρμάκου στο όργανο στόχο, με λιγότερες συστηματικές ανεπιθύμητες ενέργειες για την/τον ασθενή.
Στις ενδοκυστικές εγχύσεις φαρμάκων συμπεριλαμβάνονται:
- Τοπικά αναισθητικά (π.χ. λιδοκαΐνη) σε συνδυασμό με ηπαρίνη και διττανθρακικά νάτριο ,
- Pentosanpolysulfate Sodium,
- DMSO (διμεθυλσουλφοξείδιο),
- Υαλουρονικό οξύ ή Θειούχος Χονδροϊτίνη προς επισκευή των ελλειμμάτων του βλεννογόνου της κύστης (GAG),
- Ενδοκυστική Ηπαρίνη.
Αν αποτύχουν οι ενδοκυστικές εγχύσεις μπορεί η/ο ασθενής να αντιμετωπιστεί με ελάχιστα παρεμβατικές θεραπείες, στις οποίες περιλαμβάνονται:
- Οι διαστολές της ουροδόχου κύστης,
- Διουρηθρική αφαίρεση, διαθερμοπηξία και laser για την εξαίρεση βλαβών της κύστης και ειδικότερα ελκών του Hunner,
- Ενδοκυστική έγχυση αλλαντικής τοξίνης Α (ΒΤΧ-Α),
- Υπερβαρικό οξυγόνο,
- Νευροτροποποίηση, είτε μέσω διέγερσης του ιερού νεύρου (SNM) είτε μέσω διέγερσης του αιδοιικού νεύρου (PNS).
Η χειρουργική αποκατάσταση αποτελεί τελική επιλογή σε ασθενείς με υποτροπιάζουσα τελικού σταδίου διάμεση κυστίτιδα, κατόπιν προσεκτικής προεγχειρητικής αξιολόγησης της/ του ασθενή και ακριβή προσδιορισμού της εντόπισης της νόσου.
Υπάρχουν τέσσερις χειρουργικές προσεγγίσεις:
- Εκτροπή ούρων χωρίς κυστεκτομή,
- Κυστεκτομή με διατήρηση του κυστικού τριγώνου,
- Υποτριγωνική κυστεκτομή,
- Ριζική κυστεκτομή, συμπεριλαμβανομένου της ουρήθρας.
Η ριζική κυστεκτομή με παράλληλη δημιουργία αγωγού από τμήμα του εντέρου (ειλεού), αποτελεί την πιο δημοφιλή πρακτική με δημιουργία νεοκύστης, είτε στην ανατομική θέση της ουροδόχου κύστης (ορθότοπη νεοκύστη), είτε στα πλάγια της κοιλιακής χώρας (ετερότοπη νεοκύστη).
Σε νέους ειδικά ασθενείς επιλέγεται εγκρατής εκτροπή των ούρων για κοσμητικούς λόγους.