Αντιμετωπίζοντας τον διηθητικό καρκίνο της ουροδόχου κύστης με την πλέον σύγχρονη, πλήρως ενδοσωματική και ελάχιστα επεμβατική θεραπεία.
Η ουροδόχος κύστη είναι ένα κοίλο μυώδες όργανο, που πολλοί παρομοιάζουν με ασκό. Η βασική της λειτουργία είναι η συλλογή και αποθήκευση των ούρων που παράγονται από τους νεφρούς (και μεταφέρονται σε αυτήν μέσω δύο μικρών σωληναρίων που ονομάζονται ουρητήρες), καθώς και η αποβολή τους με την ούρηση. Οι διαστάσεις της ουροδόχου κύστης μεταβάλλονται συνεχώς και είναι ανάλογες με το βαθμό πλήρωσής της. Έτσι, ενώ όταν είναι άδεια ανατομικά βρίσκεται πίσω από την ηβική σύμφυση (ακριβώς πάνω από τα γεννητικά όργανα), κατά την πλήρωση εκτείνεται οπισθίως του κατώτερου κοιλιακού τοιχώματος. Αποτελείται δε από τρεις χιτώνες: τον βλεννογόνιο, το μυϊκό και τον ορογόνο.
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης είναι ο δεύτερος πιο συχνός καρκίνος του ουροποιητικού, ενώ αποτελεί το 3% όλων των κακοηθειών. Αποτελεί τον 4ο σε συχνότητα καρκίνο στον άνδρα και τον 8ο στη γυναίκα. Παρόλο που η συχνότητα εμφάνισης καρκίνου της ουροδόχου κύστης είναι σημαντικά μεγαλύτερη στους άνδρες, είναι πιο θανατηφόρος όταν εμφανίζεται σε γυναίκες. Κάθε χρόνο σε όλο τον κόσμο, διαγιγνώσκονται 250.000 νέες περιπτώσεις καρκίνου της ουροδόχου κύστης ενώ πεθαίνουν από τη νόσο 120.000.
Μέχρι σήμερα οι ερευνητές δεν έχουν ορίσει επακριβώς όλες τις αιτίες που ευθύνονται για την εμφάνιση του καρκίνου στην ουροδόχο κύστη, ωστόσο είναι αρκετοί οι γνωστοί παράγοντες που ενοχοποιούνται για την πρόκληση της νόσου, με επικρατέστερο το κάπνισμα. Η εξήγηση για την ενοχοποίηση του καπνίσματος είναι ότι τα βλαβερά συστατικά του καπνού που εισπνέει ο καπνιστής και τα οποία αποβάλλονται μέσω των ούρων, παραμένουν για αρκετές ώρες μέσα στην κύστη (μέχρις ότου αποβληθούν με την ούρηση) βλάπτοντας τα επιφανειακά (βλεννογονικά) κύτταρα αυτής. Σύμφωνα με μελέτες, οι πιθανότητες που έχουν οι καπνιστές να εμφανίσουν τον συγκεκριμένο καρκίνο είναι τέσσερις φορές περισσότερες από τους μη καπνιστές.
Η δεύτερη επικρατέστερη αιτία, που αναφέρεται, είναι η έκθεση για μεγάλο διάστημα, σε διάφορες χημικές ουσίες (αρωματικές αμίνες, οι βαφές ανιλίνης, αλδεΰδες κτλ). Χαρακτηριστικό είναι ότι έχει συσχετιστεί με ορισμένα επαγγέλματα όπως, η εργασία σε αυτοκινητοβιομηχανίες, σε καθαριστήρια ρούχων, σε εργοστάσια χάρτου, σε βαφεία, σε βυρσοδεψία καθώς και άλλες κατηγορίες επαγγελμάτων που εκτίθενται σε οργανικά χημικά.
Τέλος, η παρατεταμένη και χρόνια λήψη αναλγητικών φαρμάκων, η κατανάλωση συνθετικών γλυκαντικών, κάποιες παρασιτικές λοιμώξεις, η χρόνια χρήση ουροκαθετήρα, οι χρόνιες φλεγμονές, οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις και η ακτινοβολία, έχουν ενοχοποιηθεί για την εμφάνιση καρκίνου της ουροδόχου κύστης. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου στην ουροδόχο κύστη αυξάνεται με την ηλικία. Χαρακτηριστικά καταγράφεται ότι το 70% των ασθενών είναι άνω των 65 ετών, χωρίς όμως να αποκλείεται η εμφάνιση του και σε μικρότερες ηλικίες.
Η συγκεκριμένη νόσος καταγράφεται ως «ύπουλη» καθώς τα συμπτώματά της δεν προκαλούν πόνο ή ιδιαίτερη ενόχληση, μάλιστα χαρακτηριστικό της νόσου, σε πολλές περιπτώσεις, είναι η παντελής απουσία συμπτωμάτων, για αυτό και χρειάζεται παρατηρητικότητα αλλά και συνέπεια στις επισκέψεις μας στον ουρολόγο. Ιδιαίτερα τα άτομα που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου, όπως είναι οι καπνιστές, θα πρέπει να προβούν σε προληπτικό έλεγχο με απεικονιστικές και κυτταρολογικές εξετάσεις καθώς και επίσκεψη στον ουρολόγο. Στην περίπτωση αυτή, η πρόληψη μπορεί προλάβει την θεραπεία με ριζική κυστεκτομή.
Από τα πρώτα πιθανά συμπτώματα που παρουσιάζονται με την πάθηση είναι η αιματουρία, δηλαδή η παρουσία αίματος στα ούρα, με αποτέλεσμα αυτά να έχουν πιο σκούρο ερυθρό χρώμα. Όμως η απουσία πόνου αλλά και η διακοπή της αιματουρίας είναι δύο παράγοντες που «κρύβουν» την ασθένεια και συντελούν στην καθυστέρηση του πάσχοντος να επισκεφθεί το γιατρό και να γίνει η έγκαιρη διάγνωση. Για αυτό το λόγο είναι πολύ σημαντικό ασθενείς με αιματουρία και ιστορικό καπνίσματος να επισκέπτονται τον ουρολόγο για τον αποκλεισμό πιθανής κακοήθειας. Μερικές φορές μπορεί να παρατηρηθεί αίσθημα καύσου στον ασθενή, δυσουρία, συχνουρία ακόμη και επιτακτικότητα. Αν ο όγκος επεκταθεί προς τους ουρητήρες, μπορεί να καταγραφεί πόνος στη μέση, ή να μειωθεί η ακτίνα της ούρησης αν ο όγκος αναπτυχθεί στον αυχένα της κύστεως.
Η διάγνωση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης γίνεται με την κυστεοσκόπηση (εύκαμπτη ή άκαμπτη) και η επιβεβαίωση γίνεται με βιοψία του βλεννογόνου αυτής. Ωστόσο, σημαντικά διαγνωστικά εργαλεία για τον ουρολόγο είναι ο υπέρηχος, η κυτταρολογική εξέταση των ούρων καθώς και η αξονική ουρογραφία.
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης χωρίζεται σε δύο σημαντικές κατηγορίες. Η πρώτη αφορά στον Μη-διηθητικό ή Επιφανειακό, που είναι ο καρκίνος που εντοπίζεται στον βλεννογόνο και στην υποβλεννογόνια στοιβάδα και η δεύτερη είναι ο Διηθητικός, δηλαδή ο καρκίνος που εισχωρεί στο μυϊκό τοίχωμα και είναι πιθανό να επεκταθεί και σε άλλες περιοχές. Η κατηγοριοποίηση αυτή είναι σημαντική καθώς διαφέρει ουσιαστικά και ο τρόπος αντιμετώπισης και η θεραπεία τους.
Η θεραπεία εκλογής για τον διηθητικό καρκίνο της ουροδόχου κύστης, ανάλογα με την ηλικία του ασθενούς και την έκταση της νόσου, είναι η ριζική κυστεκτομή. Η επέμβαση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί με τρεις τρόπους: παραδοσιακά με την ανοικτή μέθοδο, λαπαροσκοπικά και τέλος ρομποτικά. Τελευταία, η ρομποτική χειρουργική κερδίζει συνεχώς έδαφος καθώς τα πλεονεκτήματα της είναι πολλά και ποικίλα για τον ασθενή και τη θετική έκβαση της νόσου.
Λόγω της εξέλιξης της χειρουργικής και των καινούργιων τεχνολογιών που εφαρμόζονται, έχουμε οδηγηθεί στην εποχή της «ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής», μέσω της οποίας αποφεύγονται οι μεγάλες τομές, οι τραυματισμοί των ιστών και οι χειρουργοί περιορίζονται σε «μικρές οπές» επιτυγχάνοντας τελικά το ίδιο ογκολογικό και λειτουργικό αποτέλεσμα. Το θετικό αποτέλεσμα της ελάχιστα επεμβατικής χειρουργικής δεν είναι μόνο αισθητικό, αλλά έχει αποδειχθεί ότι ελαχιστοποιείται το μετεγχειρητικό stress του οργανισμού του ασθενούς και έτσι η ανάρρωση του είναι ταχύτερη. Για αυτούς τους λόγους, άλλωστε, σε όλα τα σύγχρονα κέντρα του εξωτερικού οι γιατροί επιλέγουν τη ρομποτική χειρουργική, μιας και με αυτή τη μέθοδο οι ασθενείς απολαμβάνουν περισσότερα πλεονεκτήματα.
Η χρήση του ρομπότ «da Vinci» γίνεται από τον χειρουργό, ο οποίος δεν έρχεται σε άμεση επαφή με το σώμα του ασθενούς που χειρουργεί. Το ρομπότ δέχεται τις εντολές του χειρουργού και μέσω των ειδικών βραχιόνων του ρομπότ που αποτελούν την προέκταση των χεριών του ιατρού, τις εκτελεί άμεσα και με απόλυτη ακρίβεια, παρέχοντας ως αποτέλεσμα τον ελάχιστο τραυματισμό των ευαίσθητων οργάνων σε σύγκριση με το ανοιχτό χειρουργείο. Πιο αναλυτικά, η εγχείρηση τελείται σε απόλυτα τεχνολογικό περιβάλλον, με τρισδιάστατη εικόνα υψηλής ευκρίνειας, πραγματικό βάθος πεδίου και μεγεθυμένη εικόνα έως και 15 φορές, δίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στο χειρουργό τη δυνατότητα να εκτελέσει τη ριζική κυστεκτομή μέσω 4-6 μικρών οπών.
Η χειρουργική θεραπεία του διηθητικού καρκίνου της ουροδόχου κύστης αποτελείται από τρία μέρη: α) την ίδια την κυστεκτομή, β) τον πυελικό λεμφαδενικό καθαρισμό και γ) την εκτροπή των ούρων.
Όσον αφορά στη ριζική κυστεκτομή, δηλαδή στην ολική αφαίρεση της ουροδόχου κύστης, ανάλογα με την επέκταση της νόσου μερικές φορές η διαδικασία αυτή απαιτεί και την αφαίρεση γειτονικών οργάνων. Στις γυναίκες αφορά στην αφαίρεση του τραχήλου της μήτρας, σαλπίγγων, ωοθηκών, μήτρας και μέρους του κόλπου. Στους άνδρες, αφορά στην αφαίρεση του προστάτη, μέρους του σπερματικού πόρου, των σπερματοδόχων κύστεων καθώς και των νεύρων που ελέγχουν τη στύση. Σήμερα, ωστόσο, με τη μέθοδο της ρομποτικής κυστεκτομής, η οποία παρέχει στον εξειδικευμένο χειρουργό, μεταξύ άλλων, τρισδιάστατη μεγεθυμένη εικόνα και αξιοθαύμαστη ακρίβεια κινήσεων, δηλαδή, πλεονεκτήματα που δεν υπάρχουν στις παραδοσιακές μεθόδους, μπορεί να επιτευχθεί η διατήρηση της σεξουαλικής λειτουργίας και στα δύο φύλα. Παράλληλα μεγιστοποιούνται οι πιθανότητες να διατηρηθεί ακόμα και η μήτρα με τα εξαρτήματα της καθώς και σημαντικό μέρος του πρόσθιου κολπικού τοιχώματος.
Στη συνέχεια πραγματοποιείται ο πυελικός λεμφαδενικός καθαρισμός. Η αφαίρεση των λεμφαδένων χρησιμεύει όχι μόνο στη διάγνωση και στον καθορισμό του σταδίου του καρκίνου, αλλά ο αριθμός των αφαιρούμενων λεμφαδένων είναι προγνωστικής σημασίας στη θεραπεία της νόσου. Αυτό συμβαίνει γιατί μαζί με τους λεμφαδένες αφαιρούνται και τυχόν μικρό-μεταστάσεις σε αυτούς πετυχαίνοντας έτσι δυνητικά την εκρίζωση του καρκίνου. Η ρομποτική χειρουργική θεωρείται ιδανική μέθοδος για αυτή τη διαδικασία καθώς επιτρέπει με υψηλή ακρίβεια τη λεπτή παρασκευή των λεμφαδένων από τα σημαντικά νεύρα και μεγάλα (λαγόνια) αγγεία του οργανισμού εξασφαλίζοντας ελάχιστη απώλεια αίματος και το πιο σημαντικό, την ασφάλεια του ασθενούς. Πρόσφατες μάλιστα επιστημονικές δημοσιεύσεις αναφέρουν ότι με τη ρομποτική χειρουργική μπορεί να επιτευχθεί αφαίρεση μεγαλύτερου αριθμού λεμφαδένων από ότι στην ανοικτή μέθοδο.
Σημαντικό μέρος της επέμβασης είναι το κομμάτι της εκτροπής των ούρων. Από τη στιγμή που τα ούρα που παράγονται από τους νεφρούς και μεταφέρονται από τους ουρητήρες, δεν καταλήγουν στην ουροδόχο κύστη, τότε ο χειρουργός πρέπει να ανακατασκευάσει τον τρόπο αποβολής των ούρων. Αυτή η ανακατασκευή επιτυγχάνεται με τη βοήθεια τμήματος του λεπτού εντέρου, το οποίο είτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία ενός νέου αποθηκευτικού χώρου των ούρων, δηλαδή μιας νεο-κύστης, είτε μπορούν οι ουρητήρες να αναστομωθούν με τμήμα λεπτού εντέρου και τα ούρα να αποβληθούν μέσω ουρητηρο-δερμο-στομίας.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι πολλοί χειρουργοί, κατά τη διαδικασία της ανακατασκευής (τελευταίο μέρος της επέμβασης), προτιμούν να μετατρέψουν την επέμβαση από ρομποτική σε κλασική ανοιχτή, πραγματοποιώντας ουσιαστικά μια «υβριδική» επέμβαση, που ενώ αρχίζει ρομποτικά, καταλήγει ο ασθενής με μεγάλη τομή στο δέρμα. Με τον τρόπο αυτό όμως ο ασθενής δεν επωφελείται από τα πλεονεκτήματα της ρομποτικής επέμβασης που γίνεται με ελάχιστα επεμβατικό τρόπο. Η κλινική μας μετά από πολύμηνη εκπαίδευση σε κορυφαία κέντρα του εξωτερικού (Karolinska Institutet στη Στοκχόλμη – OLV Robotic Surgery Institute στο Βέλγιο) έχει πλέον πολυετή εμπειρία στην πλήρως ενδοσωματική εκτροπή των ούρων. Αυτό σημαίνει ότι o ασθενής δεν «ανοίγεται» και η επέμβαση πραγματοποιείται εξολοκλήρου ρομποτικά. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται ταχύτερη ανάρρωση και λιγότερο χειρουργικό stress στον ασθενή.
Σε κάθε ριζική κυστεκτομή τρεις είναι οι βασικοί στόχοι του χειρουργού:
Η επίτευξη των συγκεκριμένων στόχων και στα τρία επίπεδα παρέχεται μέσω :
Οι συγκεκριμένες διευκολύνσεις που παρέχονται στον χειρουργό έχουν ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα μίας πλήρους ενδοσωματικής επέμβασης χωρίς την ανάγκη να ανοιχτεί ο ασθενής. Έτσι, τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η ρομποτική ριζική κυστεκτομή και λειτουργούν υπέρ του ασθενούς, είναι πολλά και ποικίλα, σε σύγκριση με αυτά της ανοιχτής και της λαπαροσκοπικής χειρουργικής. Ενδεικτικά αναφέρουμε μερικά από αυτά: