Ο όρος καρκίνος της ουροδόχου κύστης χρησιμοποιείται για να περιγράψει το σύνολο των κακοηθειών από τις οποίες μπορεί να προσβληθεί η ουροδόχος κύστη.
Αποτελεί έναν από τους συχνότερους τύπους καρκίνου στην Ουρολογία, ο οποίος συνήθως δε δίνει συμπτώματα στα πρώιμα στάδιά του.
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης μπορεί να αντιμετωπιστεί αποτελεσματικά. Οι θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνουν κατά κανόνα τη χειρουργική επέμβαση, ωστόσο ποικίλουν ανάλογα με τον τύπο και το στάδιο της νόσου.
Ειδικότερα, ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης αντιμετωπίζεται με διουρηθρική αφαίρεση του όγκου όταν είναι μη διηθητικός ή επιφανειακός και με τη ριζική αφαίρεση της ουροδόχου κύστης και συχνά γειτονικών οργάνων, όταν είναι μυοδιηθητικός.
Σήμερα, χάρη στην πρόοδο της ιατρικής επιστήμης και τεχνολογίας, η ριζική κυστεκτομή προτιμάται να γίνεται ρομποτικά και ελάχιστα επεμβατικά, διαμέσου μικρών οπών στην κοιλιακή χώρα.
Έτσι, διασφαλίζεται το βέλτιστο ογκολογικό, λειτουργικό και αισθητικό αποτέλεσμα, ενώ παράλληλα ελαχιστοποιούνται οι πιθανές μετεγχειρητικές επιπλοκές.
Η ουροδόχος κύστη είναι ένα κοίλο μυώδες όργανο, που πολλοί παρομοιάζουν με ασκό. Η βασική της λειτουργία είναι η συλλογή και αποθήκευση των ούρων που παράγονται από τους νεφρούς (και μεταφέρονται σε αυτήν μέσω δύο μικρών σωληναρίων που ονομάζονται ουρητήρες), καθώς και η αποβολή τους με την ούρηση.
Οι διαστάσεις της ουροδόχου κύστης αλλάζουν συνεχώς και εξαρτώνται από την πλήρωση των ούρων. Έτσι, ενώ όταν είναι άδεια ανατομικά, βρίσκεται πίσω από την ηβική σύμφυση (ακριβώς πάνω από τα γεννητικά όργανα), κατά την πλήρωση εκτείνεται οπισθίως του κατώτερου κοιλιακού τοιχώματος.
Αποτελείται δε από τρεις χιτώνες: το βλεννογόνιο, το μυϊκό και τον ορογόνο.
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης είναι ο δεύτερος πιο συχνός καρκίνος του ουροποιητικού, ενώ αντιπροσωπεύει το 3% όλων των κακοηθειών.
Αποτελεί τον τέταρτο σε συχνότητα καρκίνο στον άνδρα και τον όγδοο στη γυναίκα.
Παρόλο που η συχνότητα εμφάνισης του καρκίνου της ουροδόχου κύστης είναι σημαντικά μεγαλύτερη στους άνδρες, είναι ο πιο θανατηφόρος όταν εμφανίζεται σε γυναίκες.
Κάθε χρόνο, διαγιγνώσκονται 250.000 νέες περιπτώσεις καρκίνου της ουροδόχου κύστεως σ’ όλο τον κόσμο, ενώ περίπου 120.000 άνθρωποι χάνουν τη ζωή τους από τη νόσο.
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης χωρίζεται σε δύο σημαντικές κατηγορίες:
Η πρώτη αφορά στον Μη-διηθητικό ή Επιφανειακό, η οποία φορά στον καρκίνο που εντοπίζεται στο βλεννογόνο και στην υποβλεννογόνια στοιβάδα.
Η δεύτερη αφορά στο Διηθητικό, δηλαδή τον καρκίνο που εισχωρεί στο μυϊκό τοίχωμα και είναι πιθανό να επεκταθεί και σε άλλες περιοχές.
Η κατηγοριοποίηση αυτή είναι σημαντική, καθώς διαφέρει ουσιαστικά ο τρόπος αντιμετώπισης και η θεραπεία των δυο αυτών τύπων καρκίνου της ουροδόχου κύστης.
Μέχρι σήμερα οι ερευνητές δεν έχουν ορίσει επακριβώς όλες τις αιτίες που ευθύνονται για την εμφάνιση του καρκίνου στην ουροδόχο κύστη.
Ωστόσο είναι αρκετοί οι γνωστοί παράγοντες που ενοχοποιούνται για την πρόκληση της νόσου, με επικρατέστερο το κάπνισμα.
Η εξήγηση για την ενοχοποίηση του καπνίσματος είναι ότι τα βλαβερά συστατικά του καπνού που εισπνέει ο καπνιστής και τα οποία αποβάλλονται μέσω των ούρων, παραμένουν για αρκετές ώρες μέσα στην κύστη (μέχρις ότου αποβληθούν με την ούρηση) βλάπτοντας τα επιφανειακά (βλεννογονικά) κύτταρα αυτής.
Σύμφωνα με μελέτες, η πιθανότητα ανάπτυξης καρκίνου της ουροδόχου κύστης είναι τέσσερις φορές μεγαλύτερη για τους καπνιστές σε σύγκριση με τους μη καπνιστές!
Η δεύτερη επικρατέστερη αιτία, που αναφέρεται, είναι η έκθεση σε διάφορες χημικές ουσίες (αρωματικές αμίνες, οι βαφές ανιλίνης, αλδεΰδες κτλ) για μεγάλο διάστημα.
Χαρακτηριστικό είναι ότι έχει συσχετιστεί με ορισμένα επαγγέλματα όπως, η εργασία σε αυτοκινητοβιομηχανίες, σε καθαριστήρια ρούχων, σε εργοστάσια χάρτου, σε βαφεία, σε βυρσοδεψία, καθώς και άλλες κατηγορίες επαγγελμάτων που εκτίθενται σε οργανικά χημικά.
Τέλος, η παρατεταμένη και χρόνια λήψη αναλγητικών φαρμάκων, η κατανάλωση συνθετικών γλυκαντικών, κάποιες παρασιτικές λοιμώξεις, η χρόνια χρήση ουροκαθετήρα, οι χρόνιες φλεγμονές, οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις και η ακτινοβολία, έχουν ενοχοποιηθεί για την εμφάνιση καρκίνου της ουροδόχου κύστης.
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου στην ουροδόχο κύστη αυξάνεται με την ηλικία.
Χαρακτηριστικά καταγράφεται ότι το 70% των ασθενών είναι άνω των 65 ετών, χωρίς όμως να αποκλείεται η εμφάνισή του και σε μικρότερες ηλικίες.
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης καταγράφεται ως «ύπουλη» νόσος, καθώς τα συμπτώματά του δεν προκαλούν πόνο ή ιδιαίτερη ενόχληση.
Μάλιστα, χαρακτηριστικό της νόσου, σε πολλές περιπτώσεις, είναι η παντελής απουσία συμπτωμάτων, για αυτό και χρειάζεται παρατηρητικότητα αλλά και συνέπεια στις επισκέψεις μας στον ουρολόγο.
Ιδιαίτερα τα άτομα που ανήκουν σε ομάδες αυξημένου κινδύνου, όπως είναι οι καπνιστές, θα πρέπει να προβούν σε προληπτικό έλεγχο, με απεικονιστικές και κυτταρολογικές εξετάσεις, καθώς και επίσκεψη στον ουρολόγο.
Στην περίπτωση αυτή, η πρόληψη μπορεί να προλάβει τη θεραπεία με ριζική κυστεκτομή.
Από τα πρώτα πιθανά συμπτώματα που παρουσιάζονται με την πάθηση είναι η αιματουρία, δηλαδή η παρουσία αίματος στα ούρα, με αποτέλεσμα αυτά να έχουν πιο σκούρο ερυθρό χρώμα.
Όμως η απουσία πόνου αλλά και η διακοπή της αιματουρίας είναι δύο παράγοντες που «κρύβουν» την ασθένεια και συντελούν στην καθυστέρηση του πάσχοντος να επισκεφθεί το γιατρό και να γίνει η έγκαιρη διάγνωση.
Γι’ αυτό, είναι πολύ σημαντικό ασθενείς με αιματουρία και ιστορικό καπνίσματος να επισκέπτονται τον ουρολόγο για τον αποκλεισμό πιθανής κακοήθειας.
Μερικές φορές μπορεί να παρατηρηθεί αίσθημα καύσου στον ασθενή, δυσουρία, συχνουρία ακόμη και επιτακτικότητα.
Αν ο όγκος επεκταθεί προς τους ουρητήρες, μπορεί να καταγραφεί πόνος στη μέση, ή να μειωθεί η ακτίνα της ούρησης αν ο όγκος αναπτυχθεί στον αυχένα της κύστεως.
Η διάγνωση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης γίνεται με την κυστεοσκόπηση (εύκαμπτη ή άκαμπτη) και η επιβεβαίωση γίνεται με βιοψία του βλεννογόνου αυτής.
Ωστόσο, σημαντικά διαγνωστικά εργαλεία για τον ουρολόγο είναι ο υπέρηχος, η κυτταρολογική εξέταση των ούρων, καθώς και η αξονική ουρογραφία.
Η θεραπεία εκλογής για τον διηθητικό καρκίνο της ουροδόχου κύστης είναι η ριζική κυστεκτομή, ανάλογα με την ηλικία του ασθενούς και την έκταση της νόσου.
Η επέμβαση αυτή μπορεί να πραγματοποιηθεί με τρεις τρόπους: παραδοσιακά (δηλαδή με ανοικτή χειρουργική επέμβαση), λαπαροσκοπικά και ρομποτικά.
Η χειρουργική θεραπεία του διηθητικού καρκίνου της ουροδόχου κύστης αποτελείται από τρία μέρη:
Η ριζική κυστεκτομή, αφορά στην ολική αφαίρεση της ουροδόχου κύστης, ανάλογα με την επέκταση της νόσου. Μερικές φορές η διαδικασία αυτή απαιτεί και την αφαίρεση γειτονικών οργάνων.
Στις γυναίκες αφορά στην αφαίρεση του τραχήλου της μήτρας, σαλπίγγων, ωοθηκών, μήτρας και μέρος του κόλπου. Στους άνδρες, αφορά στην αφαίρεση του προστάτη, μέρους του σπερματικού πόρου, των σπερματοδόχων κύστεων, καθώς και των νεύρων που ελέγχουν τη στύση.
Σήμερα, ωστόσο, με τη μέθοδο της ρομποτικής κυστεκτομής, η οποία παρέχει στον εξειδικευμένο χειρουργό, μεταξύ άλλων, τρισδιάστατη μεγεθυμένη εικόνα και αξιοθαύμαστη ακρίβεια κινήσεων, δηλαδή, πλεονεκτήματα που δεν υπάρχουν στις παραδοσιακές μεθόδους, μπορεί να επιτευχθεί η διατήρηση της σεξουαλικής λειτουργίας και στα δύο φύλα.
Παράλληλα, μεγιστοποιούνται οι πιθανότητες να διατηρηθεί ακόμα και η μήτρα με τα εξαρτήματά της, καθώς και σημαντικό μέρος του πρόσθιου κολπικού τοιχώματος.
Το τελευταίο αλλά εξίσου σημαντικό στάδιο της επέμβασης για τη θεραπεία του διηθητικού καρκίνου της ουροδόχου κύστης είναι η εκτροπή των ούρων.
Μετά την κυστεκτομή, τα ούρα που παράγονται από τους νεφρούς και μεταφέρονται από τους ουρητήρες δεν καταλήγουν στην ουροδόχο κύστη. Επομένως, ο χειρουργός πρέπει να ανακατασκευάσει τρόπο αποβολής των ούρων.
Αυτή η ανακατασκευή επιτυγχάνεται με τη βοήθεια τμήματος λεπτού εντέρου, το οποίο είτε μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δημιουργία ενός νέου αποθηκευτικού χώρου των ούρων, δηλαδή μιας νεο-κύστης, είτε μπορούν οι ουρητήρες να αναστομωθούν με τμήμα λεπτού εντέρου και τα ούρα να αποβληθούν μέσω ουρητηρο-δερμοστομίας.
Η TURBΤ είναι μια διουρηθρική επέμβαση, κατά την οποία αφαιρείται από την ουροδόχο κύστη κάποιος θηλωματώδης όγκος δια μέσου της ουρήθρας.
Είναι η μέθοδος εκλογής για την αντιμετώπιση του επιφανειακού/μη διηθητικού καρκίνου της ουροδόχου κύστης. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης, η οποία πραγματοποιείται με απαιτείται γενική ή ραχιαία αναισθησία, εισάγεται στην κύστη και διαμέσου της ουρήθρας ειδικό χειρουργικό εργαλείο, το οποίο φέρει μικροκάμερα.
Με το ειδικό αυτό εργαλείο, το οποίο κάνει χρήση θερμότητας, ο χειρουργός πραγματοποιεί την εκτομή του παθολογικού ιστού και καυτηριάζει την περιοχή.
Μετά την επέμβαση, τοποθετείται στον ασθενή καθετήρας, μέσω του οποίου γίνονται συνεχείς πλύσεις με φυσιολογικό ορό και για περίπου 24 ώρες. Ο ασθενής λαμβάνει εξιτήριο, συνήθως, τρεις ημέρες μετά το χειρουργείο.
Η λαπαροσκοπική ριζική κυστεκτομή αφορά στην ολική αφαίρεση της ουροδόχου κύστης μαζί με τον προστάτη στους άνδρες και με την μήτρα και τις ωοθήκες στις γυναίκες, με τη χρήση της ελάχιστα επεμβατικής λαπαροσκοπικής μεθόδου.
Σε σύγκριση με την ανοικτή χειρουργική επέμβαση, η λαπαροσκοπική ριζική κυστεκτομή συνδυάζει εξαιρετικά ογκολογικά αποτελέσματα με βέλτιστο αισθητικό και λειτουργκό αποτέλεσμα.
Πραγματοποιείται υπό γενική νάρκωση και χωρίς να απαιτείται διάνοιξη του κοιλιακού τοιχώματος. Αντίθετα, ο χειρουργός κάνει 5 μικρές οπές, μέσω των οποίων εισάγονται ειδικά, λεπτά χειρουργικά όργανα, καθώς και μια μικροκάμερα υψηλής ευκρίνειας.
Η κάμερα προβάλει σε οθόνη το χειρουργικό πεδίο μεγεθυμένο κατά 10 ως 15 φορές. Με αυτόν τον τρόπο, ο χειρουργός αποκτά δυνατότητα να επέμβει με μεγαλύτερη ακρίβεια κι αποφεύγοντας όσο το δυνατό τον τραυματισμό των ιστών και των οργάνων της περιοχής.
Η λαπαροσκοπική ριζική κυστεκτομή χαρακτηρίζεται από πολλά και σημαντικά πλεονεκτήματα σε σχέση με το συμβατικό ανοικτό χειρουργείο, όπως:
Οι διευκολύνσεις που παρέχονται στο χειρουργό από τη χρήση του ρομπότ, έχουν ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα για μια πλήρη ενδοσωματική επέμβαση χωρίς την ανάγκη να ανοιχτεί ο ασθενής.
Έτσι, τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η ρομποτική ριζική κυστεκτομή και λειτουργούν υπέρ του ασθενούς είναι πολλά και ποικίλα, σε σύγκριση με αυτά της ανοιχτής και της λαπαροσκοπικής χειρουργικής.
Η χρήση του ρομπότ «daVinci» γίνεται από το χειρουργό, ο οποίος δεν έρχεται σε άμεση επαφή με το σώμα του ασθενούς που χειρουργεί.
Το ρομπότ δέχεται τις εντολές του χειρουργού και μέσω των ειδικών βραχιόνων του ρομπότ που αποτελούν την προέκταση των χεριών του ιατρού, τις εκτελεί άμεσα και με απόλυτη ακρίβεια, παρέχοντας ως αποτέλεσμα τον ελάχιστο τραυματισμό των ευαίσθητων οργάνων σε σύγκριση με το ανοιχτό χειρουργείο.
Ειδικότερα, η εγχείρηση τελείται σε απόλυτο τεχνολογικό περιβάλλον, με τρισδιάστατη εικόνα υψηλής ευκρίνειας, πραγματικό βάθος πεδίου και μεγεθυμένη έως και 15 φορές, δίνοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο στο χειρουργό τη δυνατότητα να εκτελέσει την ριζική κυστεκτομή μέσω 4 – 6 μικρών οπών.
Η πραγματοποίηση της ριζικής κυστεκτομής με τη χρήση του ρομπότ «daVinci» επιτυγχάνει τη βέλτιστη επίτευξη των τριών αυτών στόχων, η οποία διασφαλίζεται μέσω:
Οι διευκολύνσεις που παρέχονται στο χειρουργό από τη χρήση του ρομπότ, έχουν ως αποτέλεσμα τη δυνατότητα για μια πλήρη ενδοσωματική επέμβαση χωρίς την ανάγκη να ανοιχτεί ο ασθενής.
Έτσι, τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η ρομποτική ριζική κυστεκτομή και λειτουργούν υπέρ του ασθενούς είναι πολλά και ποικίλα, σε σύγκριση με αυτά της ανοιχτής και της λαπαροσκοπικής χειρουργικής.
Μαρούσι: 2106300334, 6977404050
Γλυφάδα: 2108985140
Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι πολλοί χειρουργοί, κατά τη διαδικασία της ανακατασκευής του τρόπου αποβολή των ούρων του ασθενή (δηλαδή, το τελευταίο στάδιο του χειρουργείου), προτιμούν να μετατρέψουν την επέμβαση από ρομποτική σε κλασική ανοιχτή.
Με άλλα λόγια, πραγματοποιούν ουσιαστικά μια «υβριδική» επέμβαση που ενώ αρχίζει ρομποτικά καταλήγει ο ασθενής με μεγάλη τομή στο δέρμα.
Όμως, έτσι ο ασθενής δεν επωφελείται από τα πλεονεκτήματα της ρομποτικής επέμβασης, η οποία γίνεται αποκλειστικά και μόνο με ελάχιστα επεμβατικό τρόπο.
Η κλινική μας, μετά από πολύμηνη εκπαίδευση σε κορυφαία κέντρα του εξωτερικού (Karolinska Institutet, στη Στοκχόλμη – OLV Robotic Surgery Institute, στο Βέλγιο), έχει πλέον πολυετή εμπειρία στην πλήρως ενδοσωματική εκτροπή των ούρων.
Αυτό σημαίνει, ότι o ασθενής δεν «ανοίγεται» και η επέμβαση πραγματοποιείται εξολοκλήρου ρομποτικά. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται ταχύτερη ανάρρωση και λιγότερο χειρουργικό stress στον ασθενή.
Μετά τη ριζική κυστεκτομή, πραγματοποιείται ο πυελικός λεμφαδενικός καθαρισμός. Η αφαίρεση των λεμφαδένων χρησιμεύει όχι μόνο στην διάγνωση και στον καθορισμό του σταδίου του καρκίνου, αλλά ο αριθμός των αφαιρούμενων λεμφαδένων είναι προγνωστικής σημασίας στην θεραπεία της νόσου.
Αυτό γιατί μαζί με τους λεμφαδένες αφαιρούνται και τυχόν μικρό-μεταστάσεις σε αυτούς πετυχαίνοντας δυνητικά την εκρίζωση του καρκίνου. Ο πυελικός καθαρισμός μπορεί να γίνει με ανοικτό χειρουργείο ή λαπαροσκοπικά.
Κατά τη διάρκεια του λαπαροσκοπικού λεμφαδενικού καθαρισμού ο χειρουργός κάνει μια μικρή τομή στην κάτω κοιλιακή χώρα για να φτάσει στους λεμφαδένες. Κατόπιν εισάγεται το λαπαροσκόπιο μέσω της τομή και κατευθύνεται προς τους λεμφαδένες.
Ο γιατρός πλοηγείται και επιθεωρεί την περιοχή σε μια τηλεοπτική οθόνη η οποία λαμβάνει εικόνες από την κάμερα και μπορεί να αφαιρέσει τους λεμφαδένες με ακρίβεια.
Ο λαπαροσκοπικός πυελικός λεμφαδενικός καθαρισμός μπορεί να προσφέρει αποτελέσματα ισοδύναμα με τη συμβατική, ανοικτή χειρουργική επέμβαση. Αν και διεξάγεται με γενική αναισθησία, είναι λιγότερο επεμβατικός από το ανοικτό χειρουργείο, διασφαλίζοντας λιγότερους πόνους, συντομότερη νοσηλεία και ταχύτερη ανάρρωση.
Η ρομποτική χειρουργική θεωρείται ιδανική μέθοδος για αυτή τη διαδικασία, καθώς επιτρέπει με υψηλή ακρίβεια τη λεπτή παρασκευή των λεμφαδένων από τα σημαντικά νεύρα και μεγάλα (λαγόνια) αγγεία του οργανισμού εξασφαλίζοντας ελάχιστη απώλεια αίματος και το πιο σημαντικό, την ασφάλεια του ασθενούς.
Μάλιστα, πρόσφατες επιστημονικές δημοσιεύσεις αναφέρουν ότι με τη ρομποτική χειρουργική μπορεί να επιτευχθεί αφαίρεση μεγαλύτερου αριθμού λεμφαδένων απ’ ότι στην ανοικτή μέθοδο.