Τα κυστεοκολπικά συρίγγια είναι η συχνότερη μορφή ουρογυναικολογικών συριγγίων. Με τον όρο ουρογυναικολογικά συρίγγια περιγράφεται η ύπαρξη αυλού επικοινωνίας μεταξύ του ουροποιητικού και του γεννητικού συστήματος.
Ο αυλός επικοινωνίας μπορεί να σχηματιστεί μεταξύ οποιαδήποτε σημείου του ουροποιητικού συστήματος (νεφρός, ουρητήρας, ουροδόχος κύστη, ουρήθρα) με το αντίστοιχο του γεννητικού συστήματος(μήτρα, κόλπος).
Ειδικότερα, τα κυστεοκολπικά συρίγγια αφορούν στην ύπαρξη επικοινωνίας μεταξύ ουροδόχου κύστης και κόλπου και αποτελούν την πιο συχνή μορφή επίκτητου συριγγίου του ουροποιητικού συστήματος.
Τα περισσότερα συρίγγια είναι ιατρογενή (κατά τη διάρκεια γυναικολογικών, ουρολογικών ή επεμβάσεων της πυέλου), αλλά μπορεί να είναι αποτέλεσμα συγγενών ανωμαλιών, κακοηθειών, λοιμώξεων, φλεγμονών, ξένων σωμάτων, θεραπείας με ακτινοβολίες, τραυματικής αιτιολογίας, ισχαιμίας, απόρροια τοκετού και άλλων διαδικασιών.
Τα επίκτητα συρίγγια επηρεάζουν σημαντικά την ποιότητα ζωής της ασθενούς, καθώς προκαλούν ταλαιπωρία και συχνά σχετίζονται με έντονη υποκείμενη συμπτωματολογία και ψυχολογική επιβάρυνση της ασθενούς.
Τα κυστεοκολπικά συρίγγια μετά από υστερεκτομή ή άλλη χειρουργική επέμβαση εκδηλώνονται με την αφαίρεση του ουροκαθετήρα ή μετά την παρέλευση 1-3 εβδομάδων με διαφυγή ούρων από τον κόλπο.
Σε περίπτωση που έχει προηγηθεί ακτινοθεραπεία στην περιοχή της πυέλου, η εκδήλωση των συμπτωμάτων μπορεί να γίνει μετά από μήνες ή και χρόνια από την ολοκλήρωση των ακτινοθεραπειών.
Το προεξάρχων σύμπτωμα του κυστεοκολπικού συριγγίου είναι η μόνιμη εκροή ούρων από τον κόλπο, η ποσότητα των οποίων μπορεί να ποικίλλει ανάλογα το μέγεθος του συριγγίου.
Στις περιπτώσεις μεγάλων συριγγίων, η ασθενής μπορεί να μην ουρεί καθόλου και να παρουσιάζει συνεχή ακράτεια από τον κόλπο.
Σε πολύ μικρής διαμέτρου συρίγγια, η ασθενής μπορεί να παρουσιάζει διαλείπουσα αίσθηση υγρασίας στην περιοχή του κόλπου, που μεταβάλλεται με τη θέση του σώματος.
Κατά την κατάκλιση η διαφυγή ούρων είναι ελάχιστη, ενώ σε καθιστή ή όρθια θέση η διαφυγή των ούρων μπορεί να αυξηθεί σημαντικά.
Άλλα συμπτώματα περιλαμβάνουν τις υποτροπιάζουσες κυστίτιδες, το δερματικό ερεθισμό στην περιοχή του περινέου από τη συνεχή διαφυγή ούρων και τις κολπικές φλεγμονές.
Η διάγνωση του κυστεοκολπικού συριγγίου μπορεί να περιλαμβάνει:
Μαρούσι: 2106300334, 6977404050
Γλυφάδα: 2108985140
Όταν κάποιος έχει κυστεοκολπικό συρίγγιο, ο βασικός στόχος είναι να διακοπεί άμεσα η διαφυγή ούρων μέσω του κόλπου και να αποκατασταθεί η φυσιολογική λειτουργία του ουροποιητικού και του γεννητικού συστήματος. Η θεραπεία μπορεί να είναι συντηρητική ή χειρουργική.
Η συντηρητική αντιμετώπιση αφορά κυρίως συρίγγια μικρής διαμέτρου (μικρότερα των τριών χιλιοστών) και πραγματοποιείται είτε με καθετηριασμό της ουροδόχου κύστης είτε με προσωρινή εκτροπή των ούρων. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι η απρόσκοπτη έξοδος των ούρων, ώστε να πραγματοποιηθεί αυτόματη σύγκλειση του συριγγίου, πριν ολοκληρωθεί η διαδικασία της επιθηλιοποίησης.
Η χειρουργική αντιμετώπιση μπορεί να γίνει ανάλογα με τις ενδείξεις και την εντόπιση του συριγγίου διακολπικά, με ανοικτή διακοιλιακή προσπέλαση, λαπαροσκοπικά και ρομποτικά υποβοηθούμενη. Πραγματοποιείται διαχωρισμός των δυο οργάνων, νεαροποίηση των χειλέων και συχνά παρεμβολή καλώς αιματούμενου ιστού (επιπλόου, περιτοναίου, ινολιπώδης χειλικός ιστός) προς αποφυγή υποτροπών στο μέλλον. Τα ποσοστά επιτυχίας των επεμβάσεων αυτών ξεπερνούν το 90%.
Ως ελάχιστα επεμβατική χειρουργική τεχνική, η λαπαροσκόπηση προσφέρει σημαντικά πλεονεκτήματα έναντι των συμβατικών, ανοικτών χειρουργείων, όπως:
Η ρομποτική αποκατάσταση του κυστεοκολπικού συριγγίου γίνεται λαπαροσκοπικά και με τη βοήθεια ρομποτικού συστήματος (da Vinci). Η ρομποτική υποβοήθηση προσφέρει στον ασθενή όλα τα πλεονεκτήματα μιας λαπαροσκοπικής επέμβασης κι επιπλέον παρέχει σημαντικά πλεονεκτήματα και στο χειρουργό.
Η χρήση του ρομπότ απλοποιεί χειρουργικές διαδικασίες που με μια απλή λαπαροσκοπική επέμβαση να παρουσίαζαν υψηλό βαθμό δυσκολίας και τεχνικής πολυπλοκότητας.
Ειδικότερα: