Η πυελονεφρίτιδα είναι ένας τύπος λοίμωξης του ουροποιητικού συστήματος, η οποία μπορεί να εμφανιστεί σε έναν ή και τους δύο νεφρούς. Η λοίμωξη συνήθως ξεκινάει από την ουρήθρα ή την ουροδόχο κύστη και κατευθύνεται προς τα νεφρά. Εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία, η πυελονεφρίτιδα μπορεί να προκαλέσει μόνιμη βλάβη στα νεφρά. Μπορεί, επίσης, να εξαπλωθεί στην κυκλοφορία του αίματος, προκαλώντας μια απειλητική για τη ζωή λοίμωξη.
Τα συμπτώματα της πυελονεφρίτιδας ποικίλλουν ανάλογα με την ηλικία και άλλους παράγοντες. Για παράδειγμα, τα παιδιά κάτω των 2 ετών μπορεί να έχουν υψηλό πυρετό, ενώ οι ηλικιωμένοι μπορεί να παρουσιάσουν σύγχυση, λήθαργο ή ψευδαισθήσεις.
Σε περίπτωση που τα συμπτώματα προκαλούν ανησυχία ή επιμένουν παρόλο που ο ασθενής μπορεί να υποβάλεται ήδη σε θεραπεία για κάποια λοίμωξη του ουροποιητικού συστήματος, τότε συστήνεται η επικοινωνία με ουρολόγο.
Αν υπάρχουν συμπτώματα πυελονεφρίτιδας σε συνδυασμό με αιματουρία ή ναυτία και έμετο, τότε ζητήστε άμεση ιατρική φροντίδα, καθώς αν αμεληθεί η προχωρημένη λοίμωξη στα νεφρά μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές έως και απειλητικές για τη ζωή επιπλοκές.
Η πυελονεφρίτιδα προκαλείται από βακτήρια ή από ιό που μολύνει τους νεφρούς.
Το Escherichia coli (Ε. Coli) είναι ο τύπος των βακτηρίων που προκαλεί τις περισσότερες λοιμώξεις από πυελονεφρίτιδα, αλλά και άλλοι τύποι βακτηρίων μπορεί επίσης να είναι υπεύθυνοι.
Οι βακτηριακές ή ιογενείς λοιμώξεις μπορεί να μεταναστεύσουν στα νεφρά από την ουροδόχο κύστη ή μπορούν να μεταφερθούν στους νεφρούς από άλλα μέρη του σώματος μέσω της κυκλοφορίας του αίματος.
Συχνά η πυελονεφρίτιδα προκύπτει από ακατάλληλη (λανθασμένη χρήση φαρμάκου ή λανθασμένης δόσης) χρήση αντιβιοτικών ή αντίσταση σε αντιβιοτικά, η οποία οδηγεί σε υποτροπιάζουσα ή προοδευτική λοίμωξη.
Άλλη συχνή αιτία πυελονεφρίτιδας είναι η ανεπαρκής θεραπεία υποκείμενων ανατομικών ή όχι προβλημάτων (π.χ. πέτρες στα νεφρά ή αποφράξεις), οι οποίες εμποδίζουν τη βακτηριακή κάθαρση.
Η πιθανότητα εκδήλωσης πυελονεφρίτιδας αυξάνεται από τους παρακάτω παράγοντες:
Αν δεν αντιμετωπιστεί, η πυελονεφρίτιδα μπορεί να οδηγήσει σε δυνητικά σοβαρές επιπλοκές, όπως:
Νεφρικές ουλές. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε χρόνια νεφρική νόσο, υψηλή αρτηριακή πίεση και νεφρική ανεπάρκεια.
“Δηλητηρίαση αίματος“ (σηψαιμία). Τα νεφρά σας φιλτράρουν απόβλητα από το αίμα σας και επιστρέφουν το φιλτραρισμένο αίμα σας στο υπόλοιπο σώμα σας. Η μόλυνση από τα νεφρά μπορεί να προκαλέσει τη διάδοση των βακτηρίων μέσω της κυκλοφορίας του αίματός σας.
Επιπλοκές της εγκυμοσύνης. Οι γυναίκες που αναπτύσσουν λοίμωξη νεφρών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ενδέχεται να έχουν αυξημένο κίνδυνο να φέρουν στη ζωή παιδιά με χαμηλό βάρος γέννησης.
Μαρούσι: 2106300334, 6977404050
Γλυφάδα: 2108985140
Το πρώτο βήμα για τη διάγνωση της πυελονεφρίτιδας είναι η λήψη ιστορικού του ασθενή και η κλινική εξέταση από το θεράποντα ιατρό, ο οποίος στη συνέχεια συστήνει εργαστηριακές εξετάσεις, όπως:
Τα περισσότερα επεισόδια πυελονεφρίτιδας είναι απλά και θεραπεύονται χωρίς υπολειμματική νεφρική βλάβη.
Πριν ακόμα καθοριστεί ο τύπος των βακτηρίων που έχουν προκαλέσει την πυελονεφρίτιδα, μέσα από την εργαστηριακή ανάλυση των ούρων του ασθενή, ο θεράπων ιατρός (ουρολόγος) θα συνταγογραφήσει αντιβιοτικά που θα απομακρύνουν τους πιο συνηθισμένους τύπους βακτηριδίων.
Μόλις γνωστοποιηθεί ο ακριβής τύπος βακτηριδίων, ο θεράπων ιατρός μπορεί να υποδείξει διαφορετικό αντιβιοτικό αν χρειαστεί.
Εν γένει, η επιλογή των αντιβιοτικών εξαρτάται από τη σοβαρότητα της ασθένειας και τις αναφερόμενες βακτηριακές ευαισθησίες εν αναμονή των αποτελεσμάτων της καλλιέργειας.
Τα αντιβιοτικά μπορούν να απομακρύνουν τα συμπτώματα μιας λοίμωξης στα νεφρά μέσα σε λίγες ημέρες, ωστόσο η λήψη τους συνήθως διαρκεί για μερικές εβδομάδες.
Μόλις ολοκληρωθεί ο κύκλος της λήψης των αντιβιοτικών, γίνεται νέα ανάλυση ούρων του ασθενή για να επιβεβαιωθεί ότι η λοίμωξη δεν έχει επανέλθει.
Ωστόσο, επιπλεγμένες λοιμώξεις μπορεί να προκύψουν από υποκείμενα ιατρικά προβλήματα (π.χ. σακχαρώδη διαβήτη, HIV), διαταραχές της ουροδόχου κύστης, παρεμπόδιση της ροής των ούρων (π.χ. καλοήθης υπερτροφία του προστάτη, πέτρες) και / ή παθογόνα μικρόβια ανθεκτικά σε πολλαπλά φάρμακα.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, η αντιμετώπιση της λοίμωξη γίνεται με πιο παρεμβατικές μεθόδους, παράλληλα με την αντιβιοτική αγωγή.
Στην περίπτωση της αποφρακτικής πυελονεφρίτιδας, όταν δηλαδή υπάρχει κάτι που παρεμποδίζει την ομαλή ροή των ούρων από την κύστη, τοποθετείται ένα stent που άρει το εμπόδιο, πρόκειται για ένα μικρό σωληνάκι (pig-tail) που φτάνει από το νεφρό μέχρι την ουροδόχο κύστη. Η τοποθέτηση αυτή γίνεται συνἠθως ενδοσκοπικά (χωρίς τομές) από την ουροδόχο κύστη. Εναλλάκτικά γίνεται παροχέτευση των ούρων του νεφρού διαμέσου του δέρματος. Στην περίπτωση αυτή παρακεντείται ο νεφρός και τοποθετείται ενά σωληνάκι εξωτερικά που πᾶροχετεύει τα ούρα. (διαδερμική νεφροστομία).
Η εμφυσηματώδης πυελονεφρίτιδα είναι μια σπάνια κατάσταση και εμφανίζεται σε άτομα που είναι σε ανοσοκαταστολή ή πάσχουν από σακχαρώδη διαβήτη. Χρήζει χειρουργικής αντιμετώπισης και σε ορισμένες περιπτώσεις αφαίρεσης του πάσχοντος νεφρού (νεφρεκτομή).
Η χρόνια πυελονεφρίτιδα είναι επίσης σπάνια, οφείλεται, συνήθως, σε συγγενείς ανωμαλίες των νεφρών και εμφανίζεται στην παιδική ηλικία. Αν δεν αντιμετωπιστεί σωστά, η χρόνια πυελονεφρίτιδα μπορεί να προκαλέσει βλάβες στα νεφρά (ουλές) και να οδηγήσει έως και σε νεφρική ανεπάρκεια.