Τα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα είναι ασθένειες ή λοιμώξεις, οι οποίες προκαλούνται από οργανισμούς και μεταδίδονται από άτομο σε άτομο κυρίως μέσω της σεξουαλικής επαφής. Ειδικότερα, η μετάδοσή τους γίνεται μέσω σεξουαλικής δραστηριότητας, η οποία περιλαμβάνει το στόμα, τον πρωκτό, τον κόλπο ή το πέος.
Επίσης, ένας άλλος τρόπος μετάδοσής τους είναι μέσω του αίματος, όπως για παράδειγμα, από τη μητέρα στο βρέφος.
Ενδεικτικά και σύμφωνα με στατιστικές την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, κάθε χρόνο ένας στους τέσσερις έφηβους στις Ηνωμένες Πολιτείες μολύνεται με σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα.
Υπολογίζεται ότι μέχρι την ηλικία των 25 ετών, το ήμισυ όλων των σεξουαλικά ενεργών νεαρών ενηλίκων θα κολλήσουν κάποιο σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα.
Υπάρχουν πολλά σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα. Ορισμένα από τα πιο συνηθισμένα και πιο επικίνδυνα εξ αυτών είναι τα εξής:
Τα κονδυλώματα αποτελούν ένα από τα πιο ευρέως διαδεδομένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, με συνεχείς αυξητικές τάσεις. Υπεύθυνος για τη νόσο είναι ο ιός HPV των ανθρώπινων θηλωμάτων.
Σήμερα, εκτιμά ότι οι φορείς του εν λόγω ιού ανέρχονται στο 60% των ανδρών και γυναικών. Μερικές φορές, ο ιός παίρνει μεγάλο χρόνο επώασης, έως και αρκετά χρόνια, πριν εμφανίζει κάποιο σύμπτωμα.
Τα χλαμύδια είναι ένα από τα πιο συχνά σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα. Μεταδίδονται εύκολα επειδή συχνά δεν προκαλούν συμπτώματα και ο πάσχων μπορεί να τα περάσει εν αγνοία του σε σεξουαλικούς συντρόφους. Στην πραγματικότητα, περίπου το 75% των περιπτώσεων στις γυναίκες και το 50% στους άνδρες δεν παρουσιάζουν συμπτώματα.
Η γονόρροια είναι ένα σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα, το οποίο συνήθως προκαλεί πόνο και άλλα συμπτώματα στο γεννητικό σύστημα, αλλά μπορεί επίσης να προκαλέσει προβλήματα στο ορθό, στο λαιμό, στα μάτια ή στις αρθρώσεις. Μεταδίδεται πιο συχνά στους άνδρες απ’ ότι στις γυναίκες.
Ο έρπης είναι ένα σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα που προκαλείται από τον ιό του απλού έρπητα (HSV). Ο τύπος HSV 1 προκαλεί συνήθως φυσαλίδες στο στόμα ή στο πρόσωπο (στοματικός έρπης), ενώ ο τύπος HSV 2 επηρεάζει συνήθως την περιοχή των γεννητικών οργάνων (έρπης των γεννητικών οργάνων).
Τις περισσότερες φορές, οι HSV-1 και HSV-2 είναι αδρανείς και δεν προκαλούν συμπτώματα. Ωστόσο, μερικές φορές υπάρχουν ξεσπάσματα του ιού, κατά τα οποία εμφανίζονται μικρές φυσαλίδες που σπάνε σε 24 ώρες σχηματίζοντας μικρά έλκη. Όταν κάποιος προσβληθεί από τον HSV, παραμένει μολυσμένος για μια ζωή.
Ο έρπης μεταδίδεται κυρίως με την άμεση σεξουαλική επαφή, ωστόσο μπορεί να επιζήσει για λίγες ώρες και στα πλαστικά καθίσματα της τουαλέτας.
Η σύφιλη είναι μια εξαιρετικά μεταδοτική ασθένεια που περνά από άτομο σε άτομο μέσα από τη σεξουαλική δραστηριότητα. Κάποιος που έχει προσβληθεί από σύφιλη, συχνά αγνοεί το νόσημά και το μεταδίδει εν αγνοία του στον/στην σεξουαλικό/ή του σύντροφο.
Οι έγκυες γυναίκες με τη νόσο μπορεί να τη μεταδώσουν στο μωρό τους. Σε αυτήν την περίπτωση η σύφιλη ονομάζεται συγγενής και μπορεί να προκαλέσει ανωμαλίες ή ακόμη και θάνατο στο παιδί.
Η σύφιλη δε μεταδίδεται από καθίσματα τουαλέτας, πόμολα πόρτας, πισίνες, υδρομασάζ, μπανιέρες, κοινόχρηστα ρούχα ή σκεύη διατροφής.
Στα πρώτα στάδια της λοίμωξης η σύφιλη αντιμετωπίζεται και θεραπεύεται σχετικά εύκολα. Ωστόσο, αν δεν αντιμετωπιστεί μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρά προβλήματα υγείας.
Ο ιός της ηπατίτιδας έχει τρία διαφορετικά στελέχη (Α, Β και C), εκ των οποίων μόνο τα δυο τελευταία θεωρούνται σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα.
Η ηπατίτιδα Β, μεταδίδεται συνήθως με το αίμα, αλλά και με διάφορα υγρά του σώματος, όπως το σάλιο, το σπέρμα και οι κολπικές εκκρίσεις.
Η Ηπατίτιδα C αναπτύσσεται συχνά από τη χρήση μολυσμένης βελόνας κι αν δεν αντιμετωπιστεί εγκαίρως εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την υγεία. Θεωρείται από τα πιο επικίνδυνα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα.
Ο ιός της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας ή ο HIV είναι ο ιός που προκαλεί το σύνδρομο ανοσοποιητικής ανεπάρκειας ή κοινώς AIDS . Θεωρείται από τα πιο επικίνδυνα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα και είναι δυνητικά θανατηφόρο.
Το HIV / AIDS αποδυναμώνει τη φυσική ικανότητα του οργανισμού ενός ατόμου να καταπολεμά τις λοιμώξεις.
Μεταδίδεται μέσα από τη σεξουαλική επαφή ή τη χρήση βελόνας. Ειδικά φάρμακα μπορεί να καταστείλουν τον ιό και να καθυστερήσουν την εμφάνιση του AIDS.
Μαρούσι: 2106300334, 6977404050
Γλυφάδα: 2108985140
Ορισμένες φορές τα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα μπορεί να μην δώσουν συμπτώματα. Εφόσον, δώσουν, όμως, συνήθως περιλαμβάνουν ένα ή περισσότερα από τα ακόλουθα συμπτώματα:
Τα σημάδια και τα συμπτώματα μπορεί να εμφανιστούν λίγες μέρες μετά την έκθεση ή μπορεί να περάσουν χρόνια πριν εμφανιστούν σημαντικά προβλήματα, ανάλογα με τον οργανισμό.
Υπογραμμίζεται ότι σε πολλές περιπτώσεις τα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα παρουσιάζουν παρόμοια συμπτώματα, κάτι που καθιστά δύσκολη τη διάγνωσή τους.
Τα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα μπορεί να προκληθούν από τις εξής πηγές:
⦁ Βακτήρια (γονόρροια, σύφιλη, χλαμύδια)
⦁ Παράσιτα (τριχομονάδωση)
⦁ Ιοί (κονδυλώματα, έρπης των γεννητικών οργάνων, AIDS)
Η σεξουαλική δραστηριότητα παίζει ρόλο στη μετάδοση των εν λόγω νοσημάτων, ωστόσο αυτό μπορεί να γίνει και χωρίς σεξουαλική επαφή, όπως μέσω του αίματος ή άλλων σωματικών υγρών.
Όποιος είναι σεξουαλικά ενεργός κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να εκτεθεί σε κάποιο σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα, ένας κίνδυνος ο οποίος αυξάνεται μέσα από συγκεκριμένους παράγοντες, όπως:
Σεξ χωρίς προφυλακτικό. Η σεξουαλική επαφή είτε χωρίς τη χρήση προφυλακτικού ή με ακατάλληλη ή ασυνεπή χρήση αυτού, αυξάνει τον κίνδυνο μόλυνσης από σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα.
Συχνή εναλλαγή ερωτικών συντρόφων. Όσο αυξάνεται ο αριθμός των ερωτικών συντρόφων, τόσο εντείνεται ο κίνδυνος προσβολής από σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα.
Προηγούμενη μόλυνση από σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα. Η προσβολή από κάποιο σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα είναι πιο εύκολη σε άτομα με ιστορικό μολύνσεων.
Κατάχρηση αλκοόλ ή χρήση ναρκωτικών. Η κατάχρηση ουσιών καθιστά τους ανθρώπους πιο επιρρεπείς σε επικίνδυνες για την υγεία τους συμπεριφορές.
Ενέσιμη χρήση ναρκωτικών. Η ανταλλαγή βελόνας συμβάλλει στη μετάδοση πολλών σοβαρών νοσημάτων, συμπεριλαμβανομένου του HIV, της ηπατίτιδας Β και της ηπατίτιδας C.
Νεαρή ηλικία. Περίπου το 50% των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων εμφανίζονται σε άτομα ηλικίας 15 έως 24 ετών.
Αν δεν αντιμετωπιστούν εγκαίρως, τα σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα μπορεί να έχουν σοβαρές συνέπειες για την υγεία, όπως:
Η πρόληψη αποτελεί την καλύτερη θεραπεία και στην περίπτωση των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων. Υπάρχουν διάφοροι τρόποι αποφυγής τους ή μείωσης του κινδύνου έκθεσης σε αυτά, όπως:
Η διάγνωση των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων γίνεται μέσα από εργαστηριακές εξετάσεις, όπως:
Οι εργαστηριακοί έλεγχοι επιβάλλονται σε περίπτωση εκδήλωσης συμπτωμάτων, ωστόσο, συστήνονται και προληπτικά εξέταση για σεξουαλικά μεταδιδόμενα νοσήματα.
Ειδικότερα, συστήνονται οι παρακάτω εξετάσεις:
Η θεραπεία των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων που προκαλούνται από βακτήρια είναι γενικά πιο εύκολη. Αντίθετα, οι ιογενείς λοιμώξεις μπορούν να αντιμετωπιστούν μεν σε ικανοποιητικό βαθμό αλλά δεν είναι πάντα εφικτή η οριστική θεραπεία τους.
Η αντιμετώπιση των σεξουαλικά μεταδιδόμενων νοσημάτων περιλαμβάνει τις περιλαμβάνει τις παρακάτω φαρμακευτικές προσεγγίσεις: