Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος έχουν τεράστιο αντίκτυπο τόσο στην ποιότητα ζωής των ασθενών όσο και στο κόστος για την υγεία, ειδικά όταν είναι υποτροπιάζουσες.
Η αντιμετώπιση των λοιμώξεων του ουροποιητικού γίνεται, συνήθως, με τη χορήγηση αντιβιοτικών.
Ωστόσο, υπάρχουν μέτρα πρόληψης, τα οποία συμβάλλουν στην αποτροπή εκδήλωσης της λοίμωξης, καθώς και μη – αντιμικροβιακές θεραπείες, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά για την αντιμετώπιση των ουρολοιμώξεων, ειδικά όταν υποτροπιάζουν.
Η ουρολοίμωξη είναι μια λοίμωξη σε οποιοδήποτε μέρος του ουροποιητικού συστήματος, το οποίο περιλαμβάνει τα νεφρά, τους ουρητήρες, την ουροδόχο κύστη και την ουρήθρα.
Οι περισσότερες λοιμώξεις αφορούν στην ουροδόχο κύστη και την ουρήθρα.
Οι γυναίκες διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο να αναπτύξουν λοιμώξεις του ουροποιητικού από τους άνδρες.
Μια λοίμωξη που περιορίζεται στην ουροδόχο κύστη μπορεί να είναι επώδυνη και ενοχλητική. Ωστόσο, μπορεί να προκύψουν σοβαρές συνέπειες εάν η λοίμωξη εξαπλωθεί στα νεφρά.
Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού είναι πάρα πολύ συχνές, ιδιαίτερα μεταξύ των γυναικών.
Υπολογίζεται ότι ο μισός πληθυσμός των γυναικών θα εμφανίσει κάποια μορφή ουρολοίμωξης (με συνηθέστερη την κυστίτιδα) κατά τη διάρκεια της ζωή τους.
Από τις γυναίκες που θα εμφανίσουν οξεία κυστίτιδα, το 25% θα παρουσιάσει υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του ουροποιητικού.
Τα επεισόδια υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων ποικίλει από γυναίκα σε γυναίκα, με μέσο αριθμό επεισοδίων 0,3 – 7,6 ανά έτος.
Οι πιο κοινές λοιμώξεις εμφανίζονται κυρίως στις γυναίκες και επηρεάζουν την ουροδόχο κύστη και την ουρήθρα.
Ειδικότερα:
Αυτός ο τύπος λοίμωξης προκαλείται, συνήθως, από το Escherichia coli (Ε. Coli), έναν τύπο βακτηρίων του εντέρου. Η κυστίτιδα μπορεί να είναι επώδυνη και ενοχλητική και μπορεί να αποτελέσει σοβαρό πρόβλημα υγείας, αν η λοίμωξη εξαπλωθεί στα νεφρά. Λιγότερο συχνά, η κυστίτιδα μπορεί να εμφανιστεί ως αντίδραση σε ορισμένα φάρμακα, ακτινοθεραπεία ή μακροχρόνια χρήση καθετήρα. Η συνήθης θεραπεία της βακτηριακής κυστίτιδας είναι τα αντιβιοτικά.
Αυτός ο τύπος λοίμωξης προκύπτει, όταν βακτήρια του εντέρου εξαπλωθούν από τον πρωκτό στην ουρήθρα. Επίσης, επειδή η γυναικεία ουρήθρα είναι κοντά στον κόλπο, οι σεξουαλικά μεταδιδόμενες λοιμώξεις, όπως ο έρπης, η γονόρροια, τα χλαμύδια και το μυκόπλασμα, μπορούν να προκαλέσουν ουρηθρίτιδα. Ο πόνος κατά την ούρηση είναι το κύριο σύμπτωμα της ουρηθρίτιδας. Θεραπεύεται με λήψη αντιβίωσης.
Η προστατίτιδα είναι οίδημα και φλεγμονή του προστάτη αδένα. Συχνά προκαλεί επώδυνη ή δύσκολη ούρηση. Η οξεία προστατίτιδα προκαλείται συχνά από κοινά στελέχη βακτηρίων. Η λοίμωξη προκύπτει, όταν βακτήρια στα ούρα διαρρεύσουν στον προστάτη. Θεραπεύεται με λήψη αντιβίωσης. Εάν δεν εξαλειφθούν τα βακτήρια, η προστατίτιδα μπορεί να επαναληφθεί ή να εξελιχθεί σε χρόνια προστατίτιδα.
Ορίζεται ως η φλεγμονή της ακροποσθίας και της βαλάνου σε άντρες που δεν έχουν υποστεί περιτομή. Μπορεί να εμφανιστεί σε οποιαδήποτε ηλικία και προκαλείται από βακτήρια ή μύκητες, καθώς κι από δερματίτιδες. Θεραπεύεται με χρήση αντιβιοτικών, αντιμυκητιακών κρεμών και ενίοτε κορτικοστεροειδών κρεμών.
Η ορχίτιδα είναι μια φλεγμονή των όρχεων. Μπορεί να προκληθεί είτε από βακτήρια είτε από ιό.
Και οι δύο όρχεις μπορεί να επηρεαστούν ταυτόχρονα από την ορχίτιδα. Ωστόσο, τα συμπτώματα εμφανίζονται συνήθως μόνο σε έναν όρχι.
Αυτό το είδος φλεγμονής των όρχεων συνδέεται συχνά με τον ιό της παρωτίτιδας.
Η βακτηριακή ορχίτιδα αντιμετωπίζεται με αντιβιοτικά και αντιφλεγμονώδη φάρμακα. Ανεξάρτητα από την πηγή της φλεγμονής, η πλήρης ανάρρωση μπορεί να διαρκέσει αρκετές εβδομάδες.
Η επιδιδυμίτιδα είναι μια φλεγμονή της επιδιδυμίδας. Η επιδιδυμίδα είναι ένας σωλήνας που βρίσκεται στο πίσω μέρος των όρχεων που αποθηκεύει και μεταφέρει σπέρμα. Όταν ο σωλήνας αυτός αναπτύσσει φλεγμονή, μπορεί να προκαλέσει πόνο και οίδημα στους όρχεις.
Η επιδιδυμίτιδα μπορεί να επηρεάσει τους άνδρες όλων των ηλικιών, αλλά είναι συνηθέστερη στους άνδρες μεταξύ 14 και 35 ετών. Προκαλείται, συνήθως, από βακτήρια λοίμωξη ή σεξουαλικά μεταδιδόμενο νόσημα. Θεραπεύεται με χρήση αντιβιοτικών φαρμάκων.
Η πυελονεφρίτιδα είναι ένας τύπος λοίμωξης του ουροποιητικού συστήματος, η οποία μπορεί να εμφανιστεί σε έναν ή και τους δύο νεφρούς.
Η λοίμωξη συνήθως ξεκινάει από την ουρήθρα ή την ουροδόχο κύστη και κατευθύνεται προς τα νεφρά.
Εάν αφεθεί χωρίς θεραπεία, η πυελονεφρίτιδα μπορεί να προκαλέσει μόνιμη βλάβη στα νεφρά. Μπορεί, επίσης, να εξαπλωθεί στην κυκλοφορία του αίματος, προκαλώντας μια απειλητική για τη ζωή λοίμωξη
Μαρούσι: 2106300334, 6977404050
Γλυφάδα: 2108985140
Οι λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος εμφανίζονται, συνήθως, όταν βακτηρίδια εισχωρούν στην ουροδόχο κύστη μέσω της ουρήθρας και αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται εντός της ουροδόχου κύστης.
Όταν συμβαίνει αυτό, τα βακτηρίδια μπορεί να αναπτυχθούν στο βαθμό κανονικής λοίμωξης στο ουροποιητικό σύστημα.
Οι γυναίκες είναι πιο επιρρεπείς στις κυστίτιδες από τους άνδρες καθώς η ουρήθρα (το σωληνάκι που μεταφέρει ούρα από την ουροδόχο κύστη) είναι μικρότερου μήκους (3 – 4cm) και προβάλλει πιο κοντά στον πρωκτό.
Οι περισσότερες ουρολοιμώξεις προκύπτουν από βακτήρια του εντέρου που ταξιδεύουν μέχρι την ουρήθρα και από εκεί στην ουροδόχο κύστη.
Οι ουρολοιμώξεις που εμφανίζονται μετά την παρέλευση δυο εβδομάδων μετά από την ολοκλήρωση της θεραπείας της αρχικής λοίμωξης, οφείλονται είτε σε νέα λοίμωξη είτε σε υποτροπή της λοίμωξης από το αρχικό ουροπαθογόνο μικρόβιο.
Αυτό επιβεβαιώνεται από καλλιέργειες που παρουσιάζουν ανάπτυξη του ίδιου μικροβίου και πολλές φορές με τον ίδιο βιότυπο και τις ίδιες ευαισθησίες στα αντιβιοτικά.
Σε περιπτώσεις υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων καλό είναι να πραγματοποιείται ενδελεχής έλεγχος του ουροποιητικού για δομικές ή λειτουργικές ανωμαλίες (λιθίαση, εκκολπώματα, αποστήματα).
Παράγοντες κινδύνου για τη πρόκληση υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων θεωρούνται:
Στις εμμηνοπαυσιακές γυναίκες η ύπαρξη ουρολοίμωξης πριν την εμμηνόπαυση, η παρουσία ακράτειας ούρων, η ύπαρξη κυστεοκήλης, το αυξημένο υπόλειμμα ούρων μετά από κάθε κένωση της ουροδόχου κύστης καθώς και η ατροφική κολπίτιδα λόγω έλλειψης οιστρογόνων θεωρούνται παράγοντες κινδύνου.
Η έλλειψη οιστρογόνων, καθώς και η χρήση κολπικού διαφράγματος και σπερματοκτόνων, προκαλούν σημαντική μείωση των λακτοβακίλλων του κόλπου, που συμμετέχουν στη φυσιολογική άμυνα του οργανισμού.
Οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις σχετίζονται πολύ συχνά με τη σεξουαλική επαφή. Κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής βακτήρια προωθούνται κατά μήκος της ουρήθρας.
Αυτό είναι ιδιαίτερα σύνηθες μετά την πρώτη σεξουαλική επαφή, μετά από έντονη ή συχνή σεξουαλική επαφή και παρατεταμένη περίοδο αποχής.
Τα μέτρα που μπορεί να λάβει κανείς σχετικά με τη σεξουαλική επαφή είναι:
Τα πιο κοινά συμπτώματα είναι:
Όταν δεν αντιμετωπίζονται αμέσως και σωστά, οι λοιμώξεις του ουροποιητικού μπορεί να έχουν σοβαρές συνέπειες.
Οι επιπλοκές μιας ουρολοίμωξης περιλαμβάνουν:
Η διάγνωση των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος περιλαμβάνουν τις παρακάτω εξετάσεις:
Οι υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις τείνουν να εμφανίζονται τους πρώτους 3 – 4 μήνες μετά την πρωταρχική λοίμωξη του ουροποιητικού.
Παρόλο που οι μη επιπλεγμένες υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις θεωρούνται αυτοπεριοριζόμενες, ποιοτικές μελέτες έχουν αποδείξει ότι προκαλούν σημαντική αποδιοργάνωση στη ζωή των γυναικών.
Η σωστή ενημέρωση των ασθενών σχετικά με τις αιτίες και την παθοφυσιολογία της νόσου επιτρέπει την καλύτερη κατανόηση της πάθησης.
Ο βασικός τρόπος αντιμετώπισης των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος είναι η χορήγηση αντιβιοτικών.
Υπάρχουν ισχυρά κλινικά δεδομένα που ενισχύουν το ρόλο των αντιβιοτικών στην αντιμετώπιση των λοιμώξεων του ουροποιητικού και ειδικότερα όσων είναι συμπτωματικές και υποτροπιάζουν.
Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί το ενδιαφέρον για μη αντιμικροβιακές και συμπληρωματικές θεραπείες, καθώς με τη χορήγηση αντιβιοτικών για την αντιμετώπιση των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων ελλοχεύει ο κίνδυνος ανάπτυξης μικροβιακής αντοχής.
Ως ιατροί, οφείλουμε να είμαστε ενήμεροι για τις εναλλακτικές αντιμικροβιακές θεραπευτικές επιλογές και να τις προσαρμόζουμε στις ανάγκες του εκάστοτε ασθενή.
Παρά τη λήψη των απαραίτητων μέτρων, πολλές γυναίκες εμφανίζουν υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις.
Πολλές γυναίκες διατηρούν μια προμήθεια κατάλληλων αντιβιώσεων και κάνουν έναρξη της αγωγής επί εμφάνισης των ενοχλημάτων.
Αυτό θα πρέπει βέβαια να γίνεται με τη σύμφωνη γνώμη των ιατρών και φυσικά να αναζητούν ιατρική βοήθεια επί μη υποχώρησης των συμπτωμάτων.
Οι υποτροπιάζουσες λοιμώξεις του ουροποιητικού (Urinary Tract Infections – UTIs) στις γυναίκες αποτελούν ένα δαπανηρό και σημαντικό πρόβλημα στο τομέα της υγείας. Υπολογίζεται ότι παγκοσμίως δαπανώνται αρκετά δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως για το σκοπό αυτό.
Οι θεραπευτικές επιλογές για την αντιμετώπιση των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων, βάση ισχυρών κλινικών δεδομένων, περιλαμβάνουν κατά κύριο λόγο τις αντιβιοτικές αγωγές (καθημερινή χαμηλή προφυλακτική δόση, προφυλακτική δόση μετά από σεξουαλική επαφή ή αυτό-καθοριζόμενη αγωγή).
Παρόλα αυτά, λόγω της ανησυχίας ανάπτυξης μικροβιακής αντοχής στα αντιβιοτικά, εξ αιτίας των πιθανών παρενεργειών από τα αντιβιοτικά αλλά και των προσωπικών επιλογών των ασθενών, ολοένα και περισσότερες μη αντιμικροβιακές λύσεις προσφέρονται για την αντιμετώπιση των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων.
Πολλά μη-αντιμικροβιακά σκευάσματα για υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις έχουν θεωρητικό όφελος με ελάχιστο κίνδυνο.
Τα φυτικά σκευάσματα δεν ελέγχονται όμως από τον Οργανισμό Τροφίμων και Φαρμάκων και επομένως δεν υπάρχει ποιοτική διασφάλιση της ασφάλειας, της αποτελεσματικότητας και της καθαρότητας των σκευασμάτων αυτών.
Οι γιατροί δεν είναι σε θέση πάντα να γνωρίζουν επαρκώς την αποτελεσματικότητα και τους κινδύνους που μπορεί να παρουσιάζουν τα φυτικά και εναλλακτικά αυτά σκευάσματα και επομένως να διασφαλίσουν την ποιότητα αυτών.
Τα κλινικά δεδομένα είναι περιορισμένα και πολλές φορές αντικρουόμενα, υποστηρίζοντας την ανάγκη για πραγματοποίηση επιπλέον καλά-δομημένων κλινικών μελετών προκειμένου να καλύψουν αυτό το κενό.
Στις μη-αντιμικροβιακές εναλλακτικές λύσεις για την αντιμετώπιση των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων στις γυναίκες συγκαταλέγονται οι παρακάτω:
Ειδικότερα:
Τα κολπικά οιστρογόνα σχετίζονται με τον αποικισμό του κόλπου με λακτοβάκκιλους που λειτουργούν προστατευτικά έναντι των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων. Η εμμηνόπαυση, σχετίζεται με αλλαγή του Ph και της κολπικής χλωρίδας που οδηγεί σε αύξηση του κινδύνου υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων.
Τα κολπικά οιστρογόνα θεωρούνται ασφαλή και αποτελεσματικά στην πρόληψη υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες, ενώ τα από του στόματος οιστρογόνα δεν είναι αποτελεσματικά στην πρόληψη των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων.
Έχουν χρησιμοποιηθεί για δεκαετίες για την αντιμετώπιση ουρολογικών παθήσεων. Εργαστηριακά δεδομένα έχουν αποδείξει ότι οι προανθοκυανιδίνες (PACs) των κράνμπερι αναστέλλουν την προσκόλληση των ουροπαθογόνων της E. Coli στα ουροθηλιακά κύτταρα.
Οι προανθοκυανιδίνες δεν καταστρέφουν τα βακτήρια, αλλά αναστέλλουν το πρώτο βήμα στη διαδικασία της φλεγμονής. Η προφυλακτική αποτελεσματικότητα διαφόρων προϊόντων κράνμπερι (χυμοί, κάψουλες, εκχυλίσματα, σκόνη κράνμπερι εμπλουτισμένη με PACs) δε μπορεί να προσδιοριστεί με ακρίβεια, λόγω διαφορών που παρουσιάζουν στη χημική συγκέντρωση, καθιστώντας δύσκολο να αξιολογηθεί η βιο-αποτελεσματικότητα αυτών. Η αποτελεσματική δόση κράνμπερι καθώς και η ποικιλομορφία των ασθενών, πιθανών συμβάλλουν στην ετερογένεια των κλινικών δεδομένων.
Τα επίπεδα των PACs ποικίλλει στα διάφορα προϊόντα κράνμπερι στην αγορά και το ενεργό συστατικό δε καθορίζεται πάντοτε στα συμπληρώματα. Το 2012 μια μελέτη ανασκόπησης που δημοσιεύτηκε στο Cochrane δεν έδειξε όφελος των κράνμπερι έναντι των λοιμώξεων, ενώ μια μετά-ανάλυση τον ίδιο χρόνο έδειξε μείωση των λοιμώξεων με τη χρήση κράνμπερι. Οι κάψουλες και οι ταμπλέτες κράνμπερι είναι πιο αποδοτικές από άποψη οικονομικού οφέλους συγκριτικά με το χυμό, αν και πολλά από τα φθηνά σκευάσματα που κυκλοφορούν στην αγορά παράγονται από τις φλούδες των κράνμπερι και είναι πολύ λιγότερο αποτελεσματικά από τα ακριβότερα σκευάσματα που παράγονται από αφυδατωμένο χυμό κράνμπερι.
Η επιστημονική βάση των προβιοτικών έχει αποδειχθεί από μελέτες στο εργαστήριο. Πολλές μελέτες έχουν δοκιμάσει την προφύλαξη με λακτοβάκκιλους τόσο από το στόμα όσο και από τον κόλπο. Οι lactobacillus crispatus σε μορφή διακολπικού υπόθετου μπορεί να βοηθήσουν στη πρόληψη υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων με αναπλήρωση της φυσιολογικής βακτηριακής χλωρίδας, όπως φαίνεται από δεδομένα τυχαιοποιημένων κλινικών δοκιμών φάσης ΙΙ. Κανένα όφελος στην πρόληψη υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων δεν έχει παρατηρηθεί με τα προβιοτικά σε σύγκριση με τη χρήση εικονικού φαρμάκου ή σε ασθενείς χωρίς θεραπεία, αλλά τα δεδομένα είναι ακόμα περιορισμένα.
Το ασκορβικό οξύ (βιταμίνη C) προκαλεί οξινοποιήση των ούρων, το οποίο θεωρητικά έχει βακτηριοστατικό αποτέλεσμα. Εργαστηριακές μελέτες υποδηλώνουν ότι αυτό διαμεσολαβείται από τη μείωση των νιτρικών των ούρων σε αντιδραστικά οξείδια του αζώτου. Παρόλα αυτά, ισχυρά κλινικά δεδομένα που να υποστηρίζουν αυτή τη θεωρία δεν είναι ακόμα διαθέσιμα.
Από την άλλη μεριά η λήψη Βιταμίνης C μπορεί να οδηγήσει σε λιθίαση οξαλικού ασβεστίου, καθώς η βιταμίνη C αποτελεί πρόδρομο συστατικό των οξαλικών. Σε ασθενείς που σχηματίζουν λίθους οξαλικού ασβεστίου συστήνεται περιορισμός της λήψης της βιταμίνης C.
Τα gram αρνητικά βακτηρία χρησιμοποιούν ίνες τύπου Ι, για να προσκολληθούν στους ιστούς του ξενιστή και τα FimH είναι απαραίτητα στα ουροπαθογόνα για την πρόκληση υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων. Ο μηχανισμός δράσης της D-mannose είναι ως ανταγωνιστής του FimH, αναστέλλοντας την προσκόλληση των ουροπαθογόνων της E. Coli στα ουροθηλιακά κύτταρα.. Η D-mannose φαίνεται να είναι περισσότερο αποτελεσματική στο εργαστήριο ή όταν εφαρμόζεται κατευθείαν στην ουροδόχο κύστη.
Υψηλότερες δόσεις απαιτούνται για να επιτύχουν αποτέλεσμα εντός του οργανισμού και μπορεί να οδηγήσουν σε προ-διαβητικές καταστάσεις. Υπάρχουν προς το παρόν κάποιες κλινικές μελέτες, αλλά περαιτέρω έρευνες απαιτούνται για την επικύρωση των προκλινικών και των πρωταρχικών κλινικών δεδομένων.
Η ενδοκυστική χρήση υαλουρονικού οξέος και θειικής χονδροϊτίνης αποσκοπούν στην αποκατάσταση του στρώματος των γλυκοζαμινογλυκανών της ουροδόχου κύστης. Η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια αυτών των δυο φαρμάκων έχει αποδειχθεί, αλλά περισσότερες μελέτες απαιτούνται. Το κόστος παραμένει περιοριστική παράμετρος.
Οι κλινικές μελέτες είναι περιορισμένες προς το παρόν.
Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρων στην δημιουργία συστηματικών εμβολίων ή εμβολίων με τη μορφή κολπικού υπόθετου για την πρόληψη των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων. Εμβόλια με στελέχη ουροπαθογόνων E. Coli (UPEC) στοχεύουν ίνες προσκόλλησης, επιφανειακούς πολυσακχαρίτες, εξωτερικούς μεμβρανικούς υποδοχείς, τοξίνες κ.α. Παρόλο που πολλαπλά στελέχη ουροπαθογόνων UPEC αποτελούν στόχο αυτών των εμβολίων, ένα επιτυχές εμβόλιο για υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις θα πρέπει να στοχεύει σε πάνω από 1 λοιμογόνο παράγοντα UPEC για να είναι αποτελεσματικό σε ένα μικροβιακό πληθυσμό με ποικιλομορφία. Πειραματικές μελέτες φάσης 2 έχουν διεξαχθεί, αλλά προς το παρόν κανένα εμβόλιο δεν έχει πάρει έγκριση κυκλοφορίας.
Χρησιμοποιούνται για πάνω από 2,000 χρόνια για την αντιμετώπιση συμπτωμάτων από υποτροπιάζουσες ουρολοιμώξεις του ουροποιητικού. Η βιολογική βάση της χρήσης αυτών των βοτάνων έχει αποδειχθεί με εργαστηριακές μελέτες. Τα βότανα αυτά μπορεί να παρουσιάζουν διουρητική, αντιβιοτική, αντιπυρετική, αντιφλεγμονώδης, αναλγητική δράση καθώς και ιδιότητες ενίσχυσης του ανοσοποιητικού. Υπάρχουν περιορισμένα δεδομένα από 7 τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες για τον πιθανό ρόλο των κινέζικών βοτάνων στην αντιμετώπιση των υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων, είτε ως μονοθεραπεία είτε ως συμπληρώματα σε αντιβιοτική θεραπεία για μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες. Τα αποτελέσματα θα πρέπει να ερμηνεύονται με προσοχή, αλλά περαιτέρω μελέτες απαιτούνται.
Εναλλακτικά συμπληρώματα βοτανoθεραπείας
Τα πιο συχνά χρησιμοποιούμενα περιλαμβάνουν το Vaccinium macrocarpon (κράνμπερι), Cranberry/lingobbery (είδος κράνμπερι), Berberine-sulfate (Αλκαλοειδές φυτό), βότανο Uva Ursi (φύλλο κουμαριάς).
Υπάρχουν μια σειρά από σπιτικές συνταγές και συμπληρώματα που οι ασθενείς χρησιμοποιούν, αλλά πολλές φορές στερούνται επιστημονικών δεδομένων.
Αυτές περιλαμβάνουν:
Σε περιπτώσεις γυναικών με 2-3 επεισόδια υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων το χρόνο συστήνονται μερικά απλά, γενικά μέτρα, χαμηλού κόστους που μπορούν να βελτιώσουν την ποιότητα ζωής. Συστήνεται:
⦁ Η κατανάλωση άφθονου νερού. Συστήνεται η λήψη 2 με 3 λίτρα υγρών κατά προτίμηση με τη μορφή νερού και όχι ανθρακούχων ή ζαχαρούχων ροφημάτων.
⦁ H κένωση της ουροδόχου κύστης, κάθε φορά που υπάρχει επιθυμία, ακόμα και αν αυτό σημαίνει την επίσκεψη στην τουαλέτα κάθε 3 – 4 ώρες ή ακόμα και πιο συχνά.
⦁ Η αφιέρωση απαραίτητου χρόνου στην κένωση της ουροδόχου κύστης. Η ούρηση στην τουαλέτα πρέπει να γίνεται χωρίς βιασύνη και με χαλαρή διάθεση . Όταν κανείς αισθανθεί ότι έχει αδειάσει πλήρως την ουροδόχο κύστη καλό είναι να περιμένει λίγα λεπτά ακόμα στην τουαλέτα και να προσπαθήσει να αποβάλει λίγα ούρα ακόμα που μπορεί να απομένουν μέσα στην ουροδόχο κύστη.
Με τα μέτρα αυτά ξεπλένεται συνεχώς η ουροδόχος κύστη, εμποδίζοντας τον πολλαπλασιασμό των μικροβίων.
Επίσης, συστήνεται:
⦁ Μετά την ούρηση, το προσεκτικό στέγνωμα της ευαίσθητης περιοχής, χωρίς τριβή, με μαλακό μη αρωματισμένο χαρτί υγείας.
⦁ Ο καθαρισμός της ευαίσθητης περιοχής με κίνηση από εμπρός προς τα πίσω, μετά και την κένωση του εντέρου. Απαγορεύεται η επανάληψη της κίνησης με το ίδιο χαρτί υγείας.
⦁ Το πλύσιμο γύρω από την περιοχή του πρωκτού, μετά την κένωση του εντέρου, εφόσον είναι δυνατόν.
⦁ Αποφυγή δυσκοιλιότητας. Συστήνεται η κατανάλωση φρούτων και λαχανικών για την καλή λειτουργία του εντέρου. Επί εντόνου προβλήματος δυσκοιλιότητας συστήνεται η χρήση υπακτικών.
⦁ Αποφυγή αφρόλουτρων και αποφυγή χρήσης σαπουνιού, μαντηλιών και αρωμάτων στην περιοχή του κόλπου, τα οποία θα απομακρύνουν τη φυσιολογική προστασία της περιοχής. Συστήνεται το ντους και το πλύσιμο της περιοχής με νερό ή κατάλληλα σαπούνια για την κολπική περιοχή.
⦁ Ο χυμός Κράνμπερι. Ένα μικρό ποτήρι χυμού κράνμπερι τακτικά, ελαττώνει τη συχνότητα των ουρολοιμώξεων.
⦁ Συστήνεται η αποφυγή χρήσης στενών παντελονιών και κολάν, ενώ συστήνεται η χρήση βαμβακερών εσωρούχων.
⦁ Η πρόσληψη φυσικού « ζωντανού» γιαουρτιού. Το γιαούρτι προμηθεύει τον οργανισμό με μικροοργανισμούς (λακτοβάκκιλους), που προσφέρουν προστασία έναντι παθογόνων μικροβίων.