Η αντιμετώπιση της κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης αποτελεί ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα καθώς δεν υπάρχει μια θεραπευτική προσέγγιση που να μπορεί να εφαρμοστεί σε όλες τις περιπτώσεις. Σε αυτό το πλαίσιο, η εμπειρία και η εξειδίκευση του θεράποντος ιατρού είναι κρίσιμης σημασίας για την επιλογή της ενδεδειγμένης θεραπευτικής προσέγγισης.
Η κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση των ούρων είναι μια πάθηση συνήθως συγγενής (δηλαδή από κατασκευής του εμβρύου) και οφείλεται σε μια ατέλεια στην κυστεοουρητηρική συμβολή, δηλαδή το σημείο όπου ενώνονται οι ουρητήρες με την ουροδόχο κύστη, με συνέπεια να προκαλείται πισωγύρισμα των ούρων από την κύστη προς τους νεφρούς.
Υπολογίζεται ότι το 1% περίπου των παιδιών έχουν κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση, δίχως αυτή πάντα να προκαλεί ουρολοιμώξεις, με συνέπεια να μην ανιχνεύεται. Επειδή ακριβώς, όμως, είναι πιο συχνή στα παιδιά που εμφανίζουν επαναλαμβανόμενες λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος, όταν παρατηρείται αυτό το φαινόμενο συστήνεται να γίνεται έλεγχος για πιθανή κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση.
Η πάθηση εμφανίζεται πιο συχνά στα παιδιά των οποίων οι γονείς έχουν παρελθόν παλινδρόμησης ούρων (σε ποσοστό περίπου 35%). Στους ενήλικες, η κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση εμφανίζεται σπάνια και έχει επίκτητα αίτια.
Μαρούσι: 2106300334, 6977404050
Γλυφάδα: 2108985140
Οι αιτίες που προκαλούν την κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση μπορεί να είναι συνήθως συγγενείς, όπως μια ουρητηροκήλη ή ένας έκτοπος ουρητήρας.
Μπορεί, ωστόσο, να είναι και επίκτητες, ως συνέπεια χρόνιας επίσχεσης ούρων, λόγω π.χ. υπερτροφίας του προστάτη, ή χειρουργικών επεμβάσεων στην περιοχή των ουρητηρικών στομίων ή πλησίον αυτής.
Αρκετές φορές η κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση είναι ασυμπτωματική. Το πιο συνηθισμένο σημάδι που εγείρει υποψίες για την πάθηση είναι η εμφάνιση συχνών λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος, με τα συμπτώματα που τις ακολουθούν, όπως: συχνουρία, πυρετός και ρίγος.
Η κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση είναι δυνητικά επικίνδυνη για την λειτουργία των νεφρών. Η παλινδρόμηση των ούρων μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή στα νεφρά και την πύελο, τη λεγόμενη πυελονεφρίτιδα.
Οι πυελονεφρίτιδες μπορεί να προκαλέσουν μόνιμες βλάβες στο νεφρικό παρέγχυμα, με πιθανή συνέπεια χρόνια νεφρική νόσο, υψηλή αρτηριακή πίεση και νεφρική ανεπάρκεια.
Οι σοβαρές περιπτώσεις κυστεοουρητηρικής παλινδρόμηση εντοπίζονται κατά τον προγεννητικό έλεγχο, με το υπερηχογράφημα του εμβρύου.
Εναλλακτικά, διαγιγνώσκονται έπειτα από κάποιο τυχαίο επεισόδιο ουρολοίμωξης που δίνει λαβή για τη διερεύνηση του ουροποιητικού συστήματος.
Σε αυτήν την περίπτωση ο θεράπων ιατρός συστήνει σειρά εξετάσεων με σκοπό να ελεγχθεί η νεφρική λειτουργία και η σοβαρότητα της πάθησης.
Συνολικά, υπάρχουν πέντε βαθμοί-στάδια κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης, ανάλογα με τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ο βαθμός της κυστεουρητηρικής παλινδρόμησης καθορίζεται με βάση τα ευρήματα του διαγνωστικού ελέγχου και κυρίως της κυστεοουρηθρογραφίας.
Όσο πιο μικρός είναι ο βαθμός-στάδιο της κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης τόσο πιο ήπια είναι η νόσος.
Λόγω μιας ατέλειας στην κυστεοουρητηρική συμβολή, δηλαδή το σημείο όπου ενώνονται οι ουρητήρες με την ουροδόχο κύστη, μπορεί να προκληθεί πισωγύρισμα των ούρων από την κύστη προς τους νεφρούς.
Οι παλινδρομήσεις αυτές των ούρων μπορεί να προκαλέσουν διάταση των νεφρών και των ουρητήρων. Η αποκατάσταση της διάτασης αυτής επιτυγχάνεται με τη θεραπεία της υποκείμενης αιτίας, δηλαδή της κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης.
Οι αιτίες που προκαλούν την κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση μπορεί να είναι συνήθως συγγενείς, όπως μια ουρητηροκήλη ή ένας έκτοπος ουρητήρας.
Μπορεί, ωστόσο, να είναι και επίκτητες, ως συνέπεια χρόνιας επίσχεσης ούρων, λόγω π.χ. υπερτροφίας του προστάτη, ή χειρουργικών επεμβάσεων στην περιοχή των ουρητηρικών στομίων ή πλησίον αυτής.
Η κυστεοουρητηρική παλινδρόμηση είναι δυνητικά επικίνδυνη για την λειτουργία των νεφρών. Η παλινδρόμηση των ούρων μπορεί να προκαλέσει φλεγμονή στα νεφρά και την πύελο, τη λεγόμενη πυελονεφρίτιδα.
Οι πυελονεφρίτιδες μπορεί να προκαλέσουν μόνιμες βλάβες στο νεφρικό παρέγχυμα, με πιθανή συνέπεια χρόνια νεφρική νόσο, υψηλή αρτηριακή πίεση και νεφρική ανεπάρκεια.
Πολλές φορές οι παλινδρομήσεις ούρων μπορούν να ιαθούν από μόνες τους, καθώς το παιδί αναπτύσσεται, και αντιμετωπίζονται με τη χορήγηση μικρής δόσης αντιβιοτικής αγωγής καθημερινά, κυρίως για να αποτρέπονται οι ουρολοιμώξεις.
Αν όμως, οι ουρολοιμώξεις επιμένουν παρά τη χρήση αντιβίωσης, λόγω της παλινδρόμησης, τότε η αντιμετώπιση του προβλήματος γίνεται χειρουργικά. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι όσο μεγαλύτερη είναι η ηλικία του παιδιού και το στάδιο της νόσου τόσο μειώνονται οι πιθανότητες φυσικής υποχώρησης της κυστεοουρητηρικής παλινδρόμησης.
Στην πλειονότητά τους, οι παλινδρομήσεις ούρων διορθώνονται ενδοσκοπικά με έγχυση υαλουρονικού οξέος (μεθοδος STING – Subureteric Transurethral Injection). Η εν λόγω επέμβαση είναι ελάχιστα επεμβατική, δεν απαιτεί νοσηλεία και δεν συνοδεύεται από τοποθέτηση καθετήρα μετεγχειρητικά. Τα ποσοστά επιτυχίας των επεμβάσεων αυτών είναι υψηλά, στα χέρια έμπειρων χειρουργών.
Πιο σπάνια, σε σοβαρότερες περιπτώσεις κυστεοουρητηρικής παλινδρόμηση, η αντιμετώπιση γίνεται με ανοικτό χειρουργείο. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει: